Ο τίτλος, θραύσμα από τους καταληκτικούς στίχους «Μα εγώ ήδη γαλάζιο ενστερνίστηκα / Στις σκιές το χαρίζω τις νύχτες» του πρώτου ποιήματος της συλλογής, συμπυκνώνει την πεμπτουσία του συνόλου των ποιημάτων: ποίημα, και κατάδυση στα κατάβαθα της ψυχής, που ανηλεώς ψηλαφίζονται∙ ποίημα, και ανάβρυσμα αφομοιωμένης στα κατάβαθα οδύνης, που αποκρυπτογραφείται∙ ποίημα, και μια αγωνιώδης άμα και πείσμων πορεία από τον πυθμένα πάνω στο φως∙ ποίημα, και καταστάλαγμα σε μια συνειδητοποίηση, που ευφρόσυνη ή μη, ωθεί σε αυτό-εξέλιξη. Αυτό-ψυχαναλυτικά, η γράφουσα χαϊδεύει τις πληγές της επί τον τύπον των ήλων. Δε βουλιάζει στη λάσπη της απεγνωσμένης ακινητοποίησης, ψάχνει το δώρο πίσω από τον πόνο.
Ο καταιονισμός συναισθήματος δεν ξεχειλίζει σε πλημμυρίδα, μα τίθεται στην ελεγχόμενη κοίτη ρέοντος ποταμού. Η γραφή δεν είναι αυτόματη. Λέξη τη λέξη, στίχο τον στίχο, στροφή τη στροφή, διαφαίνεται επεξεργασία που μετριάζει τη συγκινησιακή φόρτιση. Επιστρατεύονται ισοσυλλαβίες στίχων, μέτρο, ακόμη και ομοιοκαταληξίες, ομού με σύγχρονες τεχνικές. Η ένταση υποφώσκει κάτω από τη επίπονα κατεργασμένη έκφραση.
Η μορφή των ποιημάτων, με διαφοροποίηση γραμματοσειρών, συμμετρίες, χρήση σημείων, επιχειρεί μια σχεδόν εικαστική αποτύπωση, προς επίτευξη των παραπάνω στόχων. Η συνοδευτική εικόνα, ως καλλιτεχνική φωτογραφία, συνεπικουρεί.
Το Νερό, η Γη, ο Αέρας, η Φωτιά, ως συστατικά στοιχεία της ανθρώπινης υπόστασης κατά την αρχαιοελληνική φιλοσοφία, διαρρέουν και διατρέχουν.