Οδυσσέας: Δημόδοκε, εσύ που έχεις τη χάρη να λες τραγούδια όμορφα, τραγούδα μας και για το ξύλινο άλογο. Αυτό που ο Οδυσσέας γέμισε με Αχαιούς και μπήκανε στην ξακουσμένη Τροία.
Ο Δημόδοκος αρχίζει το τραγούδι κι ο Οδυσσέας
δακρύζει από συγκίνηση. Μόνο ο Αντίνοος τον αντιλαμβάνεται.
Αλκίνοος: Ακούστε με, άρχοντες, και συ Δημόδοκε σταμάτα το τραγούδι. Φαίνεται πως στεναχωρεί τον ξένο μας κι εμείς βρεθήκαμε εδώ για να χαρούμε. Κάποιος κρυφός
καημός τον βασανίζει. Μα ήρθε η ώρα να μας πεις, ξένε, το όνομά σου. Ποια είναι η πατρίδα σου; Πού έχεις ταξιδέψει; Ποιους τόπους γνώρισες; Γιατί κλαις για τα βάσανα των
Αχαιών στην Τροία; Έχασες φίλο ή συγγενή στην Τροία;
Οδυσσέας: Βασιλιά Αλκίνοε, τι να σου πρωτοπώ απ’
όσα έχω πάθει! Είμαι ο Οδυσσέας, του Λαέρτη ο γιος, πατρίδα μου η Ιθάκη, που δεν
υπάρχει γλυκύτερη στον κόσμο. Μα ακόμη δεν κατάφερα να φτάσω εκεί, γιατί με κράταγε
η Καλυψώ η νεράιδα στο νησί της. Αλλά καλύτερα να σας τα πω από την αρχή, για το ταξίδι
του γυρισμού από την ώρα που άφησα την Τροία.
Έτσι, ο Οδυσσέας αρχίζει
να αφηγείται στους
Φαίακες…