"Έτσι που με βλέπεις δυνατό, θαρρείς πως δεν πονώ; Ξέρεις πού είναι η δύναμή μου; Πως αντέχω και κρύβω τον πόνο μου. Κάλλιο να σε φοβούνται παρά να σε λυπούνται".
Πάντα θυμόταν τα λόγια του πατέρα του ο Αχιλλέας κι έτσι προχώρησε στη ζωή του.
Η φτώχια δεν τον τσάκισε. Η ορφάνια τον σημάδεψε, μα δεν λύγισε. Η αδικία τον τυράννησε και του ρήμαξε τα όνειρά του, γεμίζοντας τη ζωή του με αναποδιές , στενοχώριες και απρόσμενα τραγικά απρόοπτα.
Όμως δεν έπαψε να ελπίζει...
"Όσο θα ξημερώνει... θα προσπαθώ, θα προσμένω, θα ελπίζω..."