Πιάσε το χέρι μου, Θεά· ψυχή μου δώσε ρεύμα,
να γράψω μ’ έναν κεραυνό πάνω σε μαύρη πλάκα
του Αχιλλέα τον θυμό και τ’ Αρχηγού το πείσμα
μήπως και ταρακουνηθούν οι δύο πολεμάρχοι.
Θυμώσανε, πεισμώσανε και πήραν στον λαιμό τους
τόσες χιλιάδες Αχαιούς που δάγκασαν το χώμα
και τους κατασπαράξανε οι σκύλοι και τα όρνια.
Τόσες ψυχές αθάνατες γκρεμίστηκαν στον Άδη
για έναν γυναικοκαβγά που ’καναν οι μεγάλοι:
ο Αγαμέμνων ο Αρχηγός κι ο Μέγας Αχιλλέας.
Δάχτυλος Δία βέβαια κρύβεται από πίσω
μα την πληρώσαν οι θνητοί, όπως συμβαίνει πάντα.
Μια πρωτότυπη νέα Ιλιάδα ξαναγραµµένη από έναν σύγχρονο δηµιουργό. Ο Μιχάλης Γκανάς ξαναγράφει και ξαναλέει την Ιλιάδα µε τον δικό του τρόπο, βάζοντας µέσα στο κείµενο στοιχεία από την πλούσια γλωσσική και ποιητική µας παράδοση.
Ω αναγνώστη άγνωστε, δεν χόρτασες το αίμα
των Τρώων και των Αχαιών; Το αίμα και το δάκρυ;
Ω αναγνώστη γνωστικέ, δεν ξέχασες το ψέμα
που σε ταΐζουν μια ζωή, κι εφτά ζωές, και χίλιες,
πριγκίπισσες και πρίγκιπες και λήσταρχοι ρηγάδες
μα κι αθεόφοβοι θεοί, που θέλουνε ραγιάδες.
Τι να σου πει κι ο Ποιητής, λαέ μου αγαπημένε,
πάντοτ’ ευκολοπίστευτε και πάντα προδομένε.