Τα όμορφα χωριά, όμορφα καίγονται. Τα άσχημα χωριά, δυστυχώς, δεν καίγονται καθόλου. Στέκουν περήφανα, σύμβολα της ασχήμιας μας, της μιζέριας μας, της απάθειάς μας…
Οι ήρωες, μια παρέα φιλαράκια στη μικρή τους πόλη. Οι ζωές τους αποτυπωμένες, έμμεσα, άμεσα, μέσα στα μπαρ, μέσα από τα μπαρ. Γαντζωμένοι. Σκαλωμένοι. Και γύρω τους η απέθαντη ελληνική επαρχία. Μια ζωή μέσα της, έξω της και στις παρυφές της παράλληλα. Ένα περίεργο εσωτερικό μπαλάντζο. Δεν αναπολούν τα παρελθοντικά βήματά τους στη μεγαλούπολη ή στο εξωτερικό – τα έχουν ζήσει και τα δυο, αλλά τα ίδια αυτά βήματά τους είναι που τους έφεραν πάλι στα γαμημένα πάτρια εδάφη. Η προσπάθειά τους, ο σκοπός τους ίσως, είναι να τη «βγάλουν καθαρή» στην ελληνική επαρχία και όσο μπορούν να αντιμετωπίσουν, εκτός από τη μίζερη πόλη τους, και τις εσωτερικές τους αντιφάσεις. Γιατί, όπως και να το κάνεις, δεν μπορείς κάποτε να μην γίνεσαι ένα με αυτό που δεν θα ήθελες ποτέ να είσαι. Θα τα καταφέρουν άραγε;
Εικονογράφηση: ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΦΤΗΣ