Τα δύο αυτά τόσο διαφορετικά φαινομενικά διηγήματα έχουν κάτι το κοινό: την απεγνωσμένη προσπάθεια της απελευθέρωσης από κάθε είδους κοινωνικούς, οικογενειακούς και συναισθηματικούς δεσμούς. Και τα δύο είναι γραμμένα στο διάστημα μεταξύ 1919-1920, στο νέο ξεκίνημα που κάνει ο Έσσε –μετά από ένα νευρικό κλονισμό– στον ιταλικό τομέα της Ελβετίας, το Τεσίν, που αργότερα θα το κάνει και πατρίδα του.
Την περίοδο αυτή την περιγράφει ο ίδιος σαν την πιο πλούσια, την πιο εκφραστική, την πιο φλογερή περίοδο της ζωής του.
Στο πρώτο διήγημα ο Έσσε παίρνει την «Παιδική του Ψυχή», την ανασκαλεύει, την αναποδογυρίζει, την ταρακουνάει, την ψάχνει, την τιμωρεί, τη δικαιώνει. Κατορθώνει με το γράψιμό του να ξυπνήσει τα ίδια συναισθήματα σε όσους διαβάζουν την εμπειρία του αυτή και καταφέρνουν να τον νιώσουν πέρα από τα γραμμένα.
Στο δεύτερο διήγημά του, «Το Τελευταίο Καλοκαίρι του Κλίνσκορ», ο ζωγράφος Κλίνσκορ προαισθάνεται το θάνατο που πλησιάζει. Γνωρίζει τα πάντα για την παροδικότητα του ανθρώπου και το χαμό του. Μέρες ολόκληρες γεμάτες θανάσιμη αγωνία, μέρες φλογισμένες και νύχτες γεμάτες έκσταση, μισότρελος και μεθυσμένος παλεύει με την εικόνα του, το πορτραίτο του εαυτού του, όμως κι εκείνο όλων των ανθρώπων, το τελευταίο του έργο.
«... Όμως το πιο ώριμο, το πιο πλούσιο, το πιο ιδιόμορφο έργο που ο “νέος” τούτος Έσσε έχει γράψει μέχρι σήμερα είναι η νουβέλα του “Το τελευταίο καλοκαίρι του Κλίνσκορ”. Πρόκειται για ένα έργο που με πλήρη επίγνωση το αξιολογώ σαν ένα από τα σημαντικότερα έργα της νέας πρόζας. Εδώ, στο βιβλίο τούτο, επιτυγχάνεται κάτι το εκπληκτικό – η όραση αποκτά μια μαγική δύναμη και είναι σε θέση, με τη δύναμη της ίδιας της ψυχής, να δημιουργεί στα σκοτάδι μια αχνοτρέμουσα, φωσφορική λάμψη που ρίχνει φως στα μυστικά των δυνάμεων που δρουν και υπάρχουν βαθιά μέσα μας...»
ΣΤΕΦΑΝ ΤΣΒΑΪΚ