Μετά από την κατάκτηση της Αιγύπτου από τους Ρωμαίους το 30 π.Χ., για τρεις περίπου αιώνες εξασφαλίζεται η ειρήνη και η οικονομική ανάπτυξη στη χώρα του Νείλου, στην οποία συνυπάρχουν πλέον τουλάχιστον τέσσερεις διαφορετικοί πολιτισμοί και νομικά συστήματα ‒ το ρωμαϊκό, το ελληνικό, το αιγυπτιακό και το ιουδαϊκό. Την περίοδο αυτή ξεκινά μια διαδικασία εσωτερικών αλλαγών που επηρεάζουν σχεδόν όλες τις όψεις της καθημερινής ζωής, συμπεριλαμβανομένης και της θέσης της γυναίκας, η οποία βελτιώνεται ακόμη περισσότερο συγκριτικά με την ελληνιστική εποχή. Τα δημόσια και ιδιωτικά παπυρικά κείμενα που προέρχονται από τα χωριά και τις πόλεις της ρωμαϊκής Αιγύπτου μαρτυρούν ότι οι γυναίκες, ανεξαρτήτως εθνικής προέλευσης, και παρά τους όποιους νομικούς περιορισμούς, κατάφερναν να έχουν ενεργό ρόλο στην οικονομική ζωή και συχνά να αποκτούν αξιοσέβαστη οικονομική δύναμη. Η προίκα, το μερίδιό τους στην πατρική κληρονομιά, οι αγοραπωλησίες και οι μισθώσεις ακίνητης και κινητής περιουσίας, η σύναψη δανείων και η άσκηση ποικίλων επαγγελμάτων είναι οι βασικοί τρόποι με τους οποίους συμμετέχουν στην οικονομία της Αιγύπτου. Ο θεσμός της νομικής επιτροπείας, που επιβιώνει από την ελληνιστική περίοδο, έρχεται τώρα σε αλληλεπίδραση με τη ρωμαϊκή tutela mulierum και συνεχίζει να διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην καθημερινή ζωή των γυναικών, οι οποίες δεν μπορούν να διενεργούν σημαντικές δικαιοπραξίες χωρίς τη συναίνεση του εκάστοτε κυρίου τους. Παρόλα αυτά, οι γυναίκες των παπύρων, ανάλογα με το κοινωνικό και νομικό τους status, καταφέρνουν να διατηρούν μια σχετική αυτονομία στη διαχείριση της περιουσίας τους και να συντελούν με τον δικό τους τρόπο στην οικονομική ευημερία της οικογένειάς τους και της ελληνορωμαϊκής Αιγύπτου.