Ο Ζαφείρης, με τη βοήθεια του Θεού, έχει αναλάβει αμισθί τη φροντίδα των μοναχικών ηλικιωμένων κυριών της γειτονιάς, της Δόμνας και της Φωτούλας. Ώσπου μια μέρα ο Μπάμπης βαράει δυνατά την πόρτα τού πάνω διαμερίσματος και φεύγει, το μωρό πατάει τις τσιρίδες, η μάνα του τρέχει αγχωμένη στη δουλειά για να καλύψει ένα λάθος της, και η ισορροπία χάνεται.
Στην οδό Φιλελλήνων οι ήρωες περπατούν πάνω κάτω δοκιμάζοντας την αντοχή των κρασπέδων. Ανιχνεύουν τις πράξεις τους στα όριά τους, αναζητώντας αιτίες και συνέπειες.
Η μάνα, η μάνα-Εκκλησία, η μάνα-Ελλάδα, η μάνα-Ευρώπη, η μάνα-ανασφάλεια, τα γηρατειά, ένα έθνος που γερνάει μόνο του, η πρώην μάνα που γερνώντας γίνεται το μωρό. Η κληρονομιά των γονέων που άλλοτε μας θάβει κι άλλοτε μας ξελασπώνει· οι δόξες κι οι αμαρτίες τους που συνεχώς μας καταδιώκουν. Η φύση του καθενός που απότομα ξεκόβει από τη ρίζα της κι από μόνη της ξεσπαθώνει, που δε λαμβάνει υπόψη παλιά τεφτέρια και λογαριασμούς.
Και η ματιά των άλλων, των ξένων, των μακρινών, των πιο δικών μας μακρινών, ένα κατασκευασμένο επί αιώνες ψέμα εθνικού μεγαλείου που τους χωράει όλους και μια αλήθεια στο βάθος που τρεμοπαίζει, υπενθυμίζοντας στον καθένα μας ποιος πραγματικά είναι, ποιος άγιος και ποιο τέρας.
H πικρή παραδοχή πως ό,τι λάμπει δεν είναι πάντα χρυσός. Ελλάδα, 21ος αιώνας: Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια.