Ένας άντρας αυτοεξορίζεται σε ένα μακρινό νησί ύστερα από έναν δύσκολο ερωτικό χωρισμό. Θα παλέψει ανάμεσα στην αγάπη και στο μίσος που συνιστούν τον έρωτα, μήπως λυτρωθεί από τον πόνο και τη σύγχυση. Θα γράψει αυτές τις δεκαοχτώ, ανεπίδοτες εντέλει, επιστολές προς τη γυναίκα που έχασε, σαν ημερολόγια της εσωτερικής ζωής του.
Θα της λέει:
«Το πάθος είναι πιο σπουδαίο απ’ το θαύμα», σου διάβαζα από ένα παλιό βιβλίο κάποτε, την ώρα που εσύ έβγαζες τα φρύδια σου μπροστά σ’ ένα μεγεθυντικό καθρεφτάκι.
Δεν είναι εκμηδένιση η ταπείνωση. Η εκμηδένιση σε κατεβάζει στο τίποτα ενώ η ταπείνωση σ’ ανεβάζει στο παν. Πώς να την καταφέρουμε όμως εμείς, αγάπη μου, που από έπαρση είμαστε χτισμένοι; Δεν πετυχαίνεται εύκολα, γι’ αυτό υποφέρουμε. Κι απ’ τον πολύ τον πόνο, κι απ’ την πολλή την τυραννία αρχίζουμε, για την αυτοσυντήρησή μας, να υποψιαζόμαστε με την υποψία της καρδιάς, κι αρχίζει λίγο λίγο να φέγγει.