Στων σπηλιών σου τους κόλπους, θεά, υδρατµοί αναδύονται, µυρωδιά νυχτολούλουδου και αναθυµιάσεις θείου. Κι εγώ, αµφίβιο που κολυµπά στις βάθρες των χυµών σου. Στα απαλά σου στήθη, θηλαστικό που γεύεται το πρώτο γάλα της ζωής. Και στων χειλιών σου τη φωτιά, αγριεµένο σύννεφο, τη διψασµένη γη σου ραντίζω.