Ο ΘΕΜΗΣ ΑΓΡΑΦΙΩΤΗΣ, πτυχιούχος Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών, καταχείμωνο του ’93, φτάνει στο παγωμένο μακεδονικό οροπέδιο, στη μικρή μεθοριακή πολιτεία του : αυτός στο μεσοστράτι της ζωής του, η χώρα στα μισά μιας μακράς Μεταπολίτευσης, στον κολοφώνα ενός ξέφρενου εθνικού ξεφαντώματος. Εκεί, εγκάτοικος της «σπηλιάς», όπως συμβολικά αποκαλεί την ταπεινή του κάμαρη, στοιχειώνεται τις νύχτες από τις νεκρές ψυχές εκείνων που από ιδιοτέλεια και δειλία τον είχαν κάποτε προδώσει.
Μόνη καταφυγή στις ώρες της σχόλης του η συγγραφή. Τα δεινά, ο άδικος διωγμός του φίλου του Ίωνα Λεντάκη, καθηγητή Φυσικής και Χημείας σε ένα μεγαλόσχημο σχολείο των βορείων προαστίων, ως πρώτη συγγραφική του απόπειρα, καταλήγει σε απόλυτη αποτυχία. Αργότερα, στο γύρισμα του αιώνα και της νέας χιλιετίας, ο Θέμης απόμαχος πια, έχοντας επιστρέψει στα πατρογονικά του χώματα, είναι έτοιμος τώρα να συντάξει το μικρό συναξάρι του – μια σκοτεινή προφητεία για τη μοίρα του ένδοξου έθνους, που από χρόνια πριν είχε μάταια ψελλίσει πεθαίνω σαν χώρα.
«Ένιωθα βαθιά μέσα μου πως η καταφρονεμένη αυτή γωνιά, το ρημάδι αυτό όπου ξέπεσα, δεν ήταν παρά μια δική μου αυλή των θαυμάτων, ένα θεατρικό σκηνικό, μόνο για να παρασταθεί μια δραματική εποχή της άσημης ζωής μου – μια παράσταση που ως σκηνοθέτη, ηθοποιό και θεατή θα είχε μόνον εμένα. Την ίδια στιγμή πίστευα πως ήταν και μια δίκαιη ποινή, που ο ίδιος είχα επιβάλει στον εαυτό μου, για την αγνή πίστη σε μεγάλες ιδέες, για την αφελή εμπιστοσύνη μου στην αγαθότητα των ανθρώπων, στην αφοσίωση των φίλων. […] Και αυτή η παθιασμένη εμμονή δεν ήταν παρά μια τελετουργική επιστροφή στα σκληρά παιδικά χρόνια μου, μια συνειδητή απάρνηση όλης της ευτέλειας και της μαλθακότητας, ένας μυστικός εξαγνισμός. Ήταν η δική μου ασκητική.»