Η αξιολόγηση των μαθητών ως διεργασία θέσμισης, ευρύτερα αγνοημένη από τη δημόσια συζήτηση, ούσα ελάχιστα εύληπτη, συνιστά κοινωνικο-ιστορική διαδικασία μέσω και χάριν της οποίας δύναται να αναδειχθούν και να φωτιστούν σημαντικά ζητήματα που εμπεριέχονται στην επιστημονική περιοχή της «εκπαιδευτικής αξιολόγησης». Ανέγγιχτη και απόμακρη από το φαντασιακό της δικής μας κοινωνίας, η διεργασία θέσμισης της σχολικής αξιολόγησης συγκαλύπτεται από το αποτέλεσμά της, ήτοι τις επιδόσεις των μαθητών στο εθνικό και παγκόσμιο εκπαιδευτικό περιβάλλον, καθώς και από τις αδιαμφισβήτητες συνέπειές τους –εξετασιοαρχία, βαθμοθηρία, παραπαιδεία κ.ά.–, οι οποίες με τη σειρά τους μεταβάλλονται σε γενεσιουργές αιτίες αυτών που τις παράγουν. Στη διαμορφούμενη αυτή θεσμική πραγματικότητα, συλλογικότητες και υποκείμενα εθίζονται στη λογική του «αυτονόητου», στην υπερεκτίμηση του συνειδητού, στην πρόσληψη των κοινωνικών φαινομένων και των πολιτικών δράσεων και στην υπερτίμηση μιας εργαλειακής μορφής ορθολογικής σκέψης, η οποία εξακολουθεί να υφίσταται παρά τις ομολογούμενες διαψεύσεις της. Και ενώ φαίνεται να επιχειρείται η θεσμική ορθολογικότητα, εν τοις πράγμασι συντελείται μια ανορθολογικότητα, η οποία φανερώνει την κυριαρχία ενός κοινωνικού φαντασιακού θέσμισης όπου η υβριδοποίηση των εκπαιδευτικών πολιτικών συνιστά οργανωτικό στοιχείο του.
Το παρόν βιβλίο μετατοπίζει το κέντρο βάρους της ανάλυσης του θεσμού από το ντετερμινιστικό πρότυπο στη φαντασιακή θέσμιση που προτάσσει το έργο του Κορνήλιου Καστοριάδη. Παρουσιάζει ενδεικτικές εμπειρικές μελέτες που αξιοποιούν το φαντασιακό ως κατηγορία ανάλυσης και φωτίζουν έναν τελεστικό τρόπο προσέγγισής του στις πολύπλοκες και πολυτροπικές κοινωνικές δράσεις της αξιολόγησης των μαθητών, οι οποίες εμπλέκουν τρεις διαφορετικές πραγματικότητες: α) την κοινωνία, β) τη συλλογικότητα και γ) το υποκείμενο.