Με αφορμή κουβέντες των «μεγάλων» για έναν κόσμο που σχετικώς πρόσφατα είχε καταποντισθεί και που αυτοί είχαν γνωρίσει, γεννήθηκε σε ένα πεντάχρονο παιδί ένα αίσθημα, μισό περιέργεια και μισό νοσταλγία, για την Μικρά Ασία των δικών του από την πλευρά της μητέρας του. Περνώντας από τα ακούσματα στα βιβλία και τα οικογενειακά χαρτιά, η γνώση για τις μικρασιατικές του ρίζες έγινε με τον καιρό πιο στέρεη και πήγε στον χρόνο πιο βαθιά, ώσπου στα δεκαεννέα του αξιώθηκε την πρώτη επίσκεψη στην άλλη πλευρά του Αιγαίου. Γραφικές ηλικιωμένες συγγενείς των παιδικών χρόνων του συγγραφέα παρελαύνουν στο κείμενο μαζί με σεβάσμιες και στιβαρές παλαιότερες και πιο σύγχρονες μορφές κι ένα σωρό συμβάντα, σε έναν συνεχώς ανατρεπόμενο κόσμο, από το Κουσάντασι, τα Σώκια και το Αϊντίνι, έως την Σάμο και την Πάτμο, αλλά και την Σμύρνη, την Αθήνα και την Θεσσαλονίκη. Ορισμένα κομμάτια του κειμένου έχουν την διάσταση αυτοβιογραφίας.