Το 1969, μετά τις μελέτες του για την τρέλα, την κλινική ιατρική και τις προϋποθέσεις ύπαρξης των επιστημών της ζωής, της γλώσσας και της οικονομίας, ο Μισέλ Φουκώ θα προχωρήσει αποφασιστικά στη θεωρητική συστηματοποίηση του σχεδίου που τον ενέπνεε και θα δώσει το ακριβές στίγμα του ως ιστορικού και φιλοσόφου. Η αρχαιολογία που προτείνει δεν αναζητά αιτιακές σχέσεις και επιδράσεις ανάμεσα στα συμβάντα, δεν θεωρεί την ιστορία μια σταδιακή εκδίπλωση του ορθού λογού που θα οδηγούσε τελεολογικά στην επικράτηση της απόλυτης αλήθειας, δεν τη στηρίζει σε κάποιον καθοριστικό ρόλο που θα είχε σ` αυτήν η συνείδηση του υποκειμένου. Τα ίδια τα ιστορικά συμβάντα υπάρχουν καθόσον αποτελούν «ρηθέντα πράγματα», καθόσον προβληματοποιούνται μέσα από εκφωνήματα, εκφωνηματικούς σχηματισμούς, λόγους, διαμορφώνοντας, έτσι, το αρχείο, δηλαδή επικράτειες λόγου αυτόνομες αλλά όχι ανεξάρτητες, ρυθμισμένες, παρότι βρίσκονται σε συνεχή μετασχηματισμό, ανώνυμες και χωρίς υποκείμενο, παρότι διαπερνούν τα ατομικά έργα. Η ιστορία και η κίνησή της αποκτά τότε άλλο νόημα. Όχι πλέον οι συμπαγείς γνωστικοί κλάδοι, αλλά οι νόμοι που διέπουν τις κατανομές, τη διασπορά, τους μετασχηματισμούς, τις εναλλαγές, τα μεσοδιαστήματα των λόγων μέσα σε ένα πεδίο στρατηγικών πιθανοτήτων. Η αίσθηση της μεταβολής δεν δίνεται μέσα από την εξέλιξη, τις συνεκτικές σχέσεις, τα κρυφά νοήματα αλλά μέσα από τα αινιγματικά κομβικά σημεία της ρήξης και της ασυνέχειας. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
«Η περιγραφή του αρχείου [...] μάς στερεί τις συνέχειές μας· διαλύει εκείνη τη χρονική ταυτότητα όπου μας αρέσει να κατοπτριζόμαστε για να εξορκίσουμε τις ρήξεις της ιστορίας. [...] Είμαστε διαφορά [...] ο Λόγος μας είναι η διαφορά των λόγων, [...] η ιστορία μας η διαφορά των χρόνων, [...] το εγώ μας είναι η διαφορά των προσωπείων. [...] Η διαφορά, αντί να είναι η λησμονημένη και επικαλυμμένη καταγωγή, είναι αυτή η διασπορά η οποία είμαστε και την οποία πράττουμε». (Michel Foucault)