Οι απαρχές της σύγχρονης έννοιας "τεχνολογία" τοποθετούνται στις πρώτες δεκαετίες του δευτέρου μισού του δεκάτου ενάτου αιώνα, συμπίπτουν δηλαδή με την εδραίωση αυτού που ο Καρλ Μαρξ αποκαλεί στο Κεφαλαίο (1867) "μεγάλη βιομηχανία". Η νέα έννοια "τεχνολογία" παρέμεινε σχετικά ρευστή για μισό και παραπάνω αιώνα, κατά τη διάρκεια του οποίου η διευρυμένη αναπαραγωγή της μεγάλης βιομηχανίας έδωσε το κάθετα και οριζόντια ολοκληρωμένο εργοστάσιο της μαζικής παραγωγής, έμβλημα του οποίου ήταν το εργοστάσιο παραγωγής αυτοκινήτων του Χένρυ Φορντ. Το εργοστάσιο φορδιστικού τύπου των πρώτων δεκαετιών του εικοστού αιώνα κυριάρχησε από την αυτοκινητοβιομηχανία μέχρι την βιομηχανία παραγωγής και μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας με ολοένα μακρύτερα και πιο διασυνδεμένα δίκτυα μεταφοράς. Από τις πρώτες δεκαετίες του δεύτερου μισού του δεκάτου ενάτου αιώνα μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού, ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής της "πρώτης βιομηχανικής επανάστασης" του ατμού διευρύνθηκε με τη "δεύτερη βιομηχανική επανάσταση" του ηλεκτρισμού. Η έννοια "τεχνολογία" χρησιμοποιήθηκε μαζικά μόνο μετά από αυτή τη διεύρυνση, μετά δηλαδή τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, όταν οι κατά τόπους μηχανές έγιναν μέρος ευρύτερων δικτύων.
Αυτό που χαρακτηρίζει τη διαδικασία διαμόρφωσης της έννοιας της τεχνολογίας πριν τεθεί σε μαζική χρήση είναι η επιδίωξη υπαγωγής των 'βιομηχάνων τεχνών' (industrial arts) σε αυτό που την ίδια εποχή αποκαλούνταν "εφαρμοσμένη επιστήμη" (applied science). Οι βιομήχανες τέχνες ήταν οι παραδοσιακές "μηχανικές τέχνες" (mechanical arts) όπως αυτές μετασχηματίζονταν ραγδαία υπό την πίεση για εκβιομηχάνιση. Όπως και οι μηχανικές τέχνες, ανήκαν στην πλευρά των τεχνών που θεωρούνταν "βάναυσες" ή "χυδαίες" (vulgar arts) και ως τέτοιες δεν περιλαμβάνονταν στις "καλές τέχνες" (fine arts). Από τον επιτυχημένο εννοιολογικό συγκερασμό των βιομηχάνων τεχνών και της εφαρμοσμένης επιστήμης προέκυψε τελικά η τεχνολογία ως μια έννοια κατάλληλη για όσους ισχυρίζονταν ότι ήταν πλέον δυνατή η παραγωγή παρά την απουσία τεχνίτη (artisan), αφού η τεχνολογία που αντικαθιστούσε την τέχνη δεν ήταν πλέον παρά η εφαρμογή της επιστήμης, αλλά και χωρίς να απαιτείται η παρουσία επιστήμονα, αφού η τεχνολογία δεν ήταν επιστήμη αλλά η εφαρμογή της στην τέχνη.
Από τον συγκερασμό αυτό προέκυψε η τεχνολογία ως το παράγωγο ενός συνδυασμού κάποιου ακραία ανειδίκευτου, ενός μη τεχνίτη, και ενός ακραία ειδικευμένου, ο οποίος όμως δεν θα έφτανε στο άκρο του να είναι επιστήμονας. Ο πρώτος ήταν ο ανειδίκευτος εργάτης, ο δεύτερος ο μηχανικός του πολυτεχνείου (engineer). Στο ιδεώδες φορδιστικό εργοστάσιο ο ειδικός τεχνίτης και τα γενικής χρήσης εργαλεία του θα έπρεπε να είχαν αντικατασταθεί πλήρως από τον ανειδίκευτο εργάτη και ειδικού σκοπού μηχανές, υπό την εποπτεία ενός μηχανικού που θα είχε αποφοιτήσει από πολυτεχνείο.