Δύο αγάπες γεννούν και αρδεύουν αυτό το βιβλίο. Η μία, η πρώτη και η πιο απελπισμένη, είναι ο πάτριος τόπος, το θαύμα και η κατάρα του. Το θαύμα το πιο απρόσμενο και απίστευτο της τραυματισμένης του συνέχειας, της ημιθανούς αλκής του, της κατασυκοφαντημένης του πνευματικής φλόγας. Ποιος ακόμα γνωρίζει από πού αναπνέει και πώς ακόμα σύρει τα βήματά του στα τρίστρατα της Ιστορίας. Παραδομένος για αιώνες στον Τούρκο, παραδομένος, τότε και ακόμα περισσότερο σήμερα, στον αγαθό και χαώδη, στον απράγματο και ονειρικό και υπερβολικό εαυτό του με το φιλότιμο της άξαφνης μνήμης των μεγαλείων και τους νυχτερινούς τρόμους του μέλλοντος που πάντα-ανήκει-στους-άλλους, κουνάει ακόμα διστακτικά τη σημαιούλα του στο βάθος της γαλαρίας.