Συζητούν για τη γυναίκα που δεν έχανε την ευκαιρία να γεμίζει χαρούμενα τις τρύπες των άλλων. Έφτανε λένε όταν δεν την περίμενες. Τους έδινε την λογική, τον έρωτα, το πάθος και έφευγε σαν τη σκέψη που δεν πρόλαβε να πάρει σώμα. Στέκομαι πάνω από τα κεφάλια τους. Με κρατά το κορίτσι από μια λεπτή κλωστή, που θα έπρεπε να έχει σπάσει. Με τραβά μια χούφτα δέρμα από τα πλευρά κι μια άλλη από το στήθος. Ξεκόλλησε το δέρμα. Ματώνει η κλωστή. Κόπηκε.