Κάποιοι δίπλα μας ζήσανε χωρίς χρονολογία. Οι ζωές τους είναι σαν τα βιβλία που δεν γράφουν πότε τυπώθηκαν.
«Αστροφεγγιά! Ο Παναγιωτόπουλος άντεξε να δει στον πιο μαύρο ουρανό της ελληνικής ιστορίας τα αστέρια μιας γενιάς και πέρασε το φέγγος τους στο τόσο ανθρώπινο μυθιστόρημά του.
Πάνω στις γραμμές του αντανακλάται όλος ο πόνος, οι ελπίδες και τα οράματα ενός κόσμου. Έτσι όπως τον έζησε. Σαν αυθεντικός μάρτυρας. Ο συγγραφέας εκφράσει βιωμένες αλήθειες. Άλλοτε με κραυγές και άλλοτε με ψίθυρους, αποτυπώνει μια Ελλάδα που παλεύει να βρει την αξιοπρέπεια και την ελπίδα της. Οι ήρωές του αγαπήθηκαν γιατί είναι αναγνωρίσιμοι και διαχρονικοί. Είναι πρόσωπα της διπλανής πόρτας. Σκυμμένα αλλά και όρθια μέσα στην οδύνη τους. Ολοκληρωμένα. Ολοζώντανα. Γι` αυτό και θεατρικά αξιοποιήσιμα.
Η θεατρική μεταφορά σε αυτούς στηρίχτηκε. Πέρασε μέσα από την ηθογραφία αλλά στάθηκε στο δυνατό ψυχογράφημα. Προσπάθησε να φωτίσει τα εσωτερικά τοπία της τόσο αταίριαστης αλλά συναισθηματικά δεμένης παρέας. Με οικονομία και συμπύκνωση στη σκηνική αφήγηση.
Είχα μεγάλη ανάγκη να βρεθώ μέσα σε ένα ελληνικό έργο που να ανασαίνει τον συλλογικό αναστεναγμό μιας φτωχής και προδομένης πατρίδας, σαν κι αυτή που ζω σήμερα. Το "παλιό" μυθιστόρημα έγινε το κατάλληλο όχημα για να μιλήσω πάνω στα σύγχρονα θέματα, με γνώμονα πάντα τον άνθρωπο.
Σας ευχαριστώ, κύριε Παναγιωτόπουλε, για την υπέροχη δημιουργική συνάντηση. Δεν ξέρω πόσο σας κατάλαβα. Ξέρω ότι σίγουρα σας αγάπησα πολύ».
Πέτρος Ζούλιας
(από το σημείωμα του σκηνοθέτη στην έκδοση)