– Θεός εγώ και όλο σκοτεινιάζω.
Κορμί από πηλό που σε προσβάλλω,
ξύλο εσύ γίνεσαι και σε χαράζω
κι ύστερα πέτρα που χτυπώ· σε σάλο
φτιάχνεσαι μέσα σίδερο· σου κράζω:
Μπορείς λοιπόν να γίνεις τίποτ’ άλλο;
Αέναα σε κυκλώνω, σε ρημάζω,
μ’ αν «έλεος» πεις, σε θρόνο θα σε βάλω…