Νάπολη, 1931. Ο Μάρτιος κοντεύει να τελειώσει, αλλά η άνοιξη ακόμη να φανεί. Η πόλη είναι παραδομένη στη δίνη του παγωμένου αέρα, όταν σκάει εκκωφαντικά η είδηση του θανάτου του τενόρου Αρνάλντο Βέτσι. Εξαίσια φωνή, παγκόσμια φήμη, φίλος του Ντούτσε, βρίσκεται νεκρός στο καμαρίνι του στο Ρεάλ Τεάτρο ντι Σαν Κάρλο πριν την παράσταση της όπερας Παλιάτσοι, με ένα κομμάτι από τον θρυμματισμένο καθρέφτη καρφωμένο στον λαιμό του. Την υπόθεση καλείται να διαλευκάνει ο αστυνόμος Λουίτζι Αλφρέντο Ριτσιάρντι, που υπηρετεί στη Διεύθυνση Ασφαλείας της Νάπολης. Παράξενος άνθρωπος, πονοκέφαλος για τους ανωτέρους του και απόμακρος και εσωστρεφής για τους κατωτέρους του, που τον αποφεύγουν συστηματικά, ο Ριτσιάρντι κρύβει στη βασανισμένη του ψυχή ένα ανομολόγητο μυστικό. Από μικρό παιδί βλέπει τις τελευταίες στιγμές της ζωής όσων πέθαναν με βίαιο τρόπο και νιώθει τον πόνο του αποχωρισμού. Ενώ οι μέρες περνούν και ο υποδιοικητής πιέζει, φοβισμένος από την ανυπομονησία του καθεστώτος, που από τη Ρώμη ζητά διευκρινίσεις και απαιτεί να παραδοθούν οι ένοχοι στη δικαιοσύνη, η πόλη ριγεί κάτω από μια άλω σκοτεινή και μυστηριώδη, η αγανάκτηση φωλιάζει στα στενά δρομάκια και στα υπόγεια, οι ακτίνες του ήλιου που ξεπροβάλλει κατά διαστήματα φωτίζουν τις προσόψεις παλιών κτιρίων. Λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες των αδυνάτων, ο αστυνόμος ακολουθεί το δικό του αίσθημα δικαιοσύνης για να κατονομάσει τον δολοφόνο.
«Πρόκειται για ιδιοφυή αστυνομικά μυθιστορήματα, γραμμένα με πάθος». The Wall Street Journal