Ο Ολυμπιακός, οι εμβληματικοί παίχτες του, η ιστορία του μέσα από αθλητικές εφημερίδες, ο Κολωνός, η γειτονιά, ο Λόφος, η Ακαδημία Πλάτωνα, τα μνημεία, τα μαγέρικα, τα σινεμά κι οι άνθρωποί του, ανάμεσα σ’ αυτούς κι οι άνθρωποι του Κώστα Κρεμμύδα, οι μνήμες του κι οι ιστορίες τους, κι η Πολιτική (με Π κεφαλαίο) συμπλέκονται, συνδέονται, εναλλάσσονται σ’ ένα τρυφερό, πηγαίο, σαρκαστικό και αυτοσαρκαστικό αφήγημα…
Εντωμεταξύ συνεπαρμένος από την Ακολουθία των Παθών αλλά και από τη λειτουργία του Ιωάννου Χρυσόστομου, που παρακολουθούσαμε με τη Ρουμπίνη τα μεσάνυχτα της παραμονής των Χριστουγέννων, αποφάσισα να γίνω Δεσπότης. Όχι ένας απλός ιερέας αλλά ένας επαναστάτης Μητροπολίτης σαν τον Ιωακείμ στη Μακεδονία και τον Αντώνιο της Ηλείας που ήταν Εθνοσύμβουλοι στους Κορυσχάδες. Σαν μεταβατικό στάδιο, κατόπιν υπόδειξης ενός σεβάσμιου παπά στον Άγιο Κωνσταντίνο του Κολωνού, είπαμε με τον πατέρα μου να πάω ως παπαδάκι σε μια κυριακάτικη λειτουργία. Φτάσαμε λίγο πριν το σχόλασμα «Τώρα;» λέει ο παπάς, «Αφήστε για την άλλη Κυριακή, να τον φέρετε πρωί πρωί στις 7.00». Επόμενη Κυριακή δεν υπήρξε, καθώς αργήσαμε και πάλι να σηκωθούμε απ’ το κρεβάτι κι αυτή ήταν η πρώτη και τελευταία απόπειρα ιεροσύνης μου. Δεν ξέρω ποια θα ήταν η εξέλιξή μου αν η εκκλησία είχε και δεύτερη παράσταση τις Κυριακές, ή πώς θα ’ταν τα πράγματα αν είχα την τύχη να ζήσω τις τηλεοπτικές κυριακάτικες φιέστες στην παρούσα παντοδυναμία της εκκλησίας που ανεβάζει κυβερνήσεις και κατεβάζει υπουργούς, πάντως το πρωινό ξύπνημα και η βαριεστιμάρα του πατέρα μου απέναντι στα εκκλησιαστικά πράγματα μ’ έκαναν να σταματήσω τις ψαλμωδίες και να στραφώ στον Καραγκιόζη. Άλλωστε σε λίγο επρόκειτο να γνωρίσω έναν άλλο ναό, του Καραϊσκάκη, ανοιχτό στον ήλιο και το φεγγάρι, με θέα το Φάληρο, γεμάτο αστέρες και δεκάδες χιλιάδες πιστούς που ύψωναν τα χέρια σε ανάταση (ψυχής) βγάζοντας απ’ τα σπλάχνα τους τη μυριόστομη ιαχή γκοοοοολ για τον αγαπημένο τους Θρύλο…
Kώστας Kρεμμύδας: γεννήθηκε στην Αθήνα το 1955. Σπούδασε στα τμήματα Πολιτικών Eπιστημών και Δημόσιας Διοίκησης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, παιδαγωγικά στη ΣEΛETE, νομικά στην Aθήνα και Kοινωνική Iστορία στη Σορβόνη, όπου παρουσίασε το μεταπτυχιακό του: «Συνδικαλιστικό κίνημα και Τράπεζες στην Ελλάδα (1917-1949), Η περίπτωση της Εθνικής Τράπεζας». Έχει εκπονήσει διδακτορική διατριβή στο Πανεπιστήμιο Πατρών για το περιοδικό της Αριστεράς «Eπιθεώρηση Tέχνης» (1954-1967). Συμμετείχε κατά καιρούς σε συλλογικές προσπάθειες πολλών λογοτεχνικών εντύπων: Nεώτερα Γράμματα (1980-1984), Πολιτιστική (1982-1989), Mεταπολιτιστική (1992), Eμείς (1990-1993), HTράπεζα (1994-2000), «Συμπόσιο» (2002-2006) κ. ά. Aπό τον Mάιο του 1993 διευθύνει το περιοδικό Mανδραγόρας, καθώς και τις ομώνυμες εκδόσεις.
Έχει δημοσιεύσει τις ποιητικές συλλογές Tο ασανσέρ, Mια ημιτελής συνουσία (1993), Ωδή στα τρόλεϋ (1995), Yπέρ ηρώων (1998), Mηνύματα σε κινητό (2002), Σαντιγκάρ (2013), Ποιήματα μικρόσωμα άσωτα και φαντασμένα στα όρια του πολίτικαλ κορέκτ (2014). Τα Χρονογραφήματα Ξούθου & Μενάνδρου γωνία (2014) και το αφήγημα Ερυθρόλευκη τρέλα, Κόκκινες τουλίπες στον Κολωνό (2017). Ποιήματά του επίσης περιλαμβάνονται σε Ανθολογίες («Ποιητικά τετράδια φθινοπώρου», Aνθολογία Σύγχρονης Ελληνικής Ποίησης, «Mανδραγόρας», 2000, «Kαλαμιώτου 10», 2003, «Το 1821 στην ελληνική ποίηση», επιμέλεια Ηλίας Γκρης, Κέδρος 2011). Είναι μέλος της Οργανωτικής επιτροπής του Συμποσίου Ποίησης. Kριτικά κείμενα, δοκίμια και χρονογραφήματά του δημοσιεύονται σε εφημερίδες και περιοδικά.