Οι ποιητές είναι ασπρόμαυροι. Καπνίζουν μαύρα φεγγάρια και γράφουν ποιήματα με τη σκιά τους. Έτσι δεν κινδυνεύουν όταν κάποιος τους κοιτάξει στα μάτια. Φτιάχνουν τη σιωπή τους με γύρη λευκή και την αφήνουν να ταξιδεύει με τον άνεμο. Από ψηλά κοιτάζουν τις ηλικίες που τελειώνουν μέσα σε βιογραφικά ασπρόμαυρα και σε γωνιές που προχωρούν και χάνονται στα βάθη της επώδυνης οσμής τους.
Οι ποιητές σβήνουν το φως για ν’ αντικρύσουν την αλήθεια. Κι ύστερα μιλούν ψιθυριστά μπροστά από τον καθρέφτη σαν άνθρωποι που αγνοούν προκλητικά τον εαυτό τους. Φεύγοντας παίρνουν μαζί τους το χρόνο, τα κλειστά παράθυρα, τα φιλιά που ποτέ δε δόθηκαν -ασπρόμαυρα κι εκείνα- τα τσιγάρα, τους καφέδες, τα σφάλματα, ένα τοπίο που δε σταμάτησε πουθενά αναζητώντας τους ανθρώπους του... κι όσα αφήνουν πίσω τους... σχήματα λόγου από μια κόκκινη βροχή που κύλησε αργά στο τζάμι...
Film noir
κράτησε την ανάσα σου
κάποτε
θ’ ακούσουμε τη φωνή μας
σαν από film noir
ν’ αποκρίνεται στα παλιά συρτάρια
ψαχουλεύοντας το σελιδοδείχτη
με το πεθαμένο άρωμα
και το στίχο που ματώνει
για εκείνα που ξεχάσαμε να ζήσουμε
μαζεύοντας λουλούδια απ’ τους ίσκιους των άλλων
και πάλι θα πιούμε απ’ το ίδιο ποτήρι
την ίδια μνήμη να βαδίσουμε με σώματα αλλαγμένα
ξέρω... θα χαμηλώσεις το φως
ως την τελευταία λύπη
-πόσα και πόσα δε χάθηκαν με τα μάτια ανοιχτά-
να δούμε την ώρα που φεύγει
σα να μην έρχεται κανένας
Ανάμεσα σε αρώματα γιασεμιών, εικόνες εποχών, κόκκινα χρώματα δέντρων από χαραγμένες μνήμες στο αίμα της απώλειας ή στο τελείωμα του ηλιοβασιλέματος και τα κίτρινα φώτα σταθμών, οι χρόνοι της Νιόβης Ιωάννου κυλούν σταθερά για να διαδεχθούν αισθήματα και ν’ αναπολήσουν στιγμές. Μια λυρική ποίηση υπερρεαλιστικής αφαιρετικής γραφής που απλώνεται στα 64 ποιήματα της νέας της συλλογής με τίτλο Εις άτοπον.
Στίχοι ανεπαίσθητοι σχεδόν διακριτικοί και λεπτεπίλεπτοι όσο ένα κυκλάμινο: πόσο φοβάμαι/ το κλαδί που χτυπάει/ στο παράθυρο, φόβοι σιγανοί αλλά διάχυτοι: χιλιάδες κόμποι στο μέτωπο/ για ένα πουλί στο βάθος/ γαλάζιο, μουσική, σιωπές στη χαραμάδα της πόρτας κι ένα φύλλο μεσημεριού/ λαχανιασμένο/ που ξέμεινε ν’ αφουγκράζεται/ τη σιωπή…
Πολλές οι ανάσες, οι εκρού ανεμώνες, οι πεταλούδες που θα χαϊδέψει απαλά στον ώμο του/ και θα φύγει δίχως να κοιτάξει πίσω από τον αιώνιο μύθο, κάτι σαν τη γυναίκα του Λωτ, ή τον απλό άνθρωπο που θα χαμηλώνει το φως ως την τελευταία λύπη
Η ποίηση της Νιόβης Ιωάννου αφουγκράζεται, λυπάται, θρηνεί, θυμάται, ξεχνά, ελπίζει, ζει στο σήμερα παίρνοντας από το χτες τα βαριά υλικά του πάθους και τις παρακαταθήκες της ζωής για ένα νέο γλυκοχάραμα. Αντιμετωπίζοντας ταυτοχρόνως με την αμεσότητα που της αναλογεί τα όσα καθημερινά και οικεία μας αφορούν. Ενδεικτικό κι αποκαλυπτικό της γραφής της το ποίημα «Επανήλθε η τάξις»:
εφτά σακούλες στην είσοδο
πορτοκαλί σκουπίδια
με άρωμα λεβάντας
πονάει ο σκόρος
που τρυπώνει ύπουλα στα χρόνια
η ντουλάπα στη θέση της πλέον
άδειασε πολλές φορές από σώματα
στο μυαλό των επιστήθιων φίλων
τακτοποιήθηκε κι αυτή η εμμονή
κουτάκια μπύρας και ποπ κορν
στα παρασκήνια
δε θ’ ανάψουν τα φώτα
«επανήλθε η τάξις»
ούτε θ’ ακούσουν το κορίτσι που κλαίει όταν νυχτώνει
τα ρούχα που σφυρίζουν με τον άνεμο
πάνω στα δέντρα
πίσω στα χρόνια
μες στη ντουλάπα
επανήλθε η «τάξις».
Η Νιόβη Ιωάννου πέρασε τα παιδικά κι εφηβικά της χρόνια στο Ναύπλιο. Ασχολήθηκε με το παιδικό θέατρο και τη διδασκαλία γαλλικών. Ποιήματά της έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες, ενώ ποιήματα και πεζά κείμενα της έχουν δημοσιευθεί σε περιοδικά και εφημερίδες. Το Εις άτοπον είναι η τρίτη ποιητική της συλλογή. Έχουν προηγηθεί το ΦΩΣ-2, εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2013 και Σε στΗχο πλάγιο και μόνο», εκδόσεις «οσελότος», 2014. Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.