Ο Μονταλμπάνο ονειρεύεται ότι είναι μέσα σ’ έναν πίνακα ζωγραφισμένο από τον Ρουσσό. Βρίσκεται, μαζί με την αγαπημένη του Λίβια, το χάραμα σ’ ένα δάσος στον Παράδεισο. Οι επισκέπτες αναγνωρίζουν το μέρος χάρη σε μια πινακίδα γραμμένη με κάρβουνο. Είναι γυμνοί. Φορούν όμως το υποκριτικό φύλλο συκής, φτιαγμένο από πλαστικό. Η αρμονία του Παραδείσου, η απουσία χυδαιότητας και βίας είναι εικαστικό ψέμα. Δεν ανήκει στον πραγματικό κόσμο. Ούτε στα όνειρα. Ωστόσο, ακόμη και στην τυφλή και χυδαία πραγματικότητα μπορεί να επιβιώσει η γλυκύτητα του διακριτικού τραγουδιού του παραδείσιου πουλιού που πήδηξε κάτω από τα ζωγραφισμένα κλαδιά ή από τα κλαδιά που είχε ονειρευτεί. Ο Μονταλμπάνο ξύπνησε από το σφύριγμα ενός ευγενικού αλήτη που τραγουδά τον σκοπό του τραγουδιού Il cielo in una stanza – το σφύριγμά του κάλυπτε τον ήχο της καταιγίδας που είχε ξεσπάσει...