«Σιχαίνοµαι τα γερασµένα χέρια. Τα χέρια πιο πολύ από άλλα µέρη του σώµατος. Φυσικά και το πρόσωπο, δε λέω, το δέρµα του προσώπου, του λαιµού κυρίως, ναι, του λαιµού, που έτσι, µε την παραµικρή κίνηση, στρίβει και µαζεύεται σαν να ’χει ξεκολλήσει απ’ το κρέας και τα κόκαλα. Αλλά µε τα χέρια είναι αλλιώς. Γιατί τα χέρια είναι κάτι σαν... πώς να το πω;, σαν... σαν τις κεραίες, σαν γέφυρες είναι που σε φέρνουνε πιο κοντά µε όλα γύρω σου, ανθρώπους και πράγµατα. Να, τα χέρια σ’ αγγίζουνε, σε χαιρετούν, σ’ αγκαλιάζουν, σε χαϊδεύουνε ή και σε δέρνουν. Τα χέρια σού µιλούνε ακόµη κι όταν το στόµα είναι κλειστό».
Ένα µυθιστόρηµα για τα γερατειά σε µια κοινωνία που, εµµονικά προσηλωµένη στη φαντασίωση της αιώνιας νεότητας και της αισθητικής της, αντιµετωπίζει τους γέρους σαν τους καινούριους παρίες.