Η έκδοση αυτή πραγματοποιήθηκε με την ευκαιρία της ομώνυμης έκθεσης που διοργάνωσε το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης στον εκθεσιακό χώρο του Μεγάρου Εϋνάρδου (15 Δεκεμβρίου 2016 έως 25 Φεβρουαρίου 2017). Ο Μέμος Μακρής υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους γλύπτες του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα. Ο Μακρής πέρασε την πιο δημιουργική του φάση εξόριστος –εγκλωβισμένος, καλύτερα- στη μεταπολεμική Ουγγαρία, σε μια ιστορική περίοδο κατά την οποία η ανατολικοευρωπαϊκή χώρα αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα του λεγόμενου Ανατολικού Μπλοκ. Η σημασία του Μακρή στο πλαίσιο της ουγγρικής τέχνης παραμένει τεράστια. Ήταν ένας ξένος από τη μακρινή Ελλάδα, που βρέθηκε εκεί απρόσμενα, το 1950, διωγμένος όχι από τη χώρα του, τη σπαρασσόμενη από τις επιπτώσεις ενός αιματηρού εμφύλιου πολέμου, αλλά από τη δημοκρατική Γαλλία, όπου σπούδαζε με υποτροφία του γαλλικού κράτους από το 1945. Όμως εκεί, στη «μητριά πατρίδα», ο Μακρής κατάφερε να εκφράσει με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο το όραμα για έναν καλύτερο, σοσιαλιστικό κόσμο. Το όραμα του σοσιαλισμού, διεθνές, πανανθρώπινο, χωρίς να γνωρίζει σύνορα και πατρίδες, έγινε για τον γλύπτη γλώσσα καλλιτεχνική, με γνώμονα και μοναδικό θέμα τον άνθρωπο. Τον άνθρωπο σαν αξία και σαν ιδανικό. Έτσι, ο «ξένος» κατάφερε να γίνει ένας από τους σπουδαιότερους «Ούγγρους» γλύπτες του 20ού αιώνα, μολονότι ποτέ δεν ζήτησε και ποτέ δεν έλαβε την ουγγρική υπηκοότητα, παραμένοντας ένας «άπατρις» Έλληνας. Με τι εφόδια όμως έφτασε ο Μακρής στη Βουδαπέστη το 1950; Ποιες ήταν οι σπουδές του, οι εμπειρίες του, οι αναφορές του; Τι κουβαλούσε ο γλύπτης από την ελληνική και την παρισινή του περίοδο; Στόχος αυτής της έκδοσης είναι να φωτιστεί η πρώιμη καλλιτεχνική δημιουργία του Μέμου Μακρή, της περιόδου της Αθήνας και του Παρισιού, δηλαδή της δεκαπενταετίας από το 1934, οπότε ο νεαρός καλλιτέχνης ξεκινά τις σπουδές του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, έως το 1950, όταν εγκαθίσταται οριστικά στη Βουδαπέστη. Αφορμή για την έκδοση –και για την έκθεση που αυτή συνοδεύει- στάθηκε η ανακάλυψη μιας σειράς σχεδίων του Μέμου Μακρή από τα χρόνια της Κατοχής στα κατάλοιπα της ζωγράφου Ελένης Σταθοπούλου, με την οποία ο γλύπτης συνδεόταν από τα χρόνια των σπουδών του και έως το 1948, οπότε και γνώρισε τη μετέπειτα σύζυγό του, τη Σερβογαλλίδα Ζιζή Σίρνιτς. Η σημασία του corpus των είκοσι οκτώ φύλλων στη συλλογή της Σταθοπούλου είναι κομβική για το έργο του Μακρή, δεδομένου ότι πρόκειται για τα μοναδικά σχέδιά του που σώζονται, αφού, όπως η πλειονότητα των ομοτέχνων του, από ένα σημείο και έπειτα εργαζόταν απευθείας πάνω στο υλικό, εγκαταλείποντας σταδιακά το σχέδιο. Παράλληλα με τα λιγοστά σχέδια, συγκεντρώνονται στην έκδοση και όσα από τα γλυπτικά έργα του Μακρή σώζονται ή εντοπίστηκαν σε φωτογραφικά τεκμήρια στο αρχείο του ίδιου ή της Σταθοπούλου, σύνολο που συγκροτεί την πρώτη φάση της δημιουργίας του. Μιας δημιουργίας που στην αθηναϊκή περίοδο καθορίζεται τόσο από τις σπουδές του στην ΑΣΚΤ όσο κυρίως από το παράδειγμα του Θανάση Απάρτη, ενώ στο Παρίσι χαρακτηρίζεται από την επιρροή των εκεί δασκάλων του (Ανρί Λωράν, Μαρσέλ Ζιμόν) αλλά και των πληθωρικών ερεθισμάτων της καλλιτεχνικής μητρόπολης.