Το κλασικό έργο του Γιώργου Θεοτοκά για πρώτη φορά σε επίτομη και μονοτονική έκδοση
«Όσο πιο ενδιαφέρουσα είναι μια εποχή τόσο πιο πολλές οι ευθύνες που επωμιζόμαστε απέναντι στον εαυτό μας αλλά και στο έθνος μας», έγραφε ο Κωνσταντινουπολίτης Γιώργος Θεοτοκάς σε μια ομιλία του σε μαθητές. Και αλήθεια, ποιος θα αμφισβητούσε το ιστορικό, κοινωνιολογικό και ιστορικό ενδιαφέρον της δεκαετίας του 1930, που θα χρειαζόταν μια Αργώ για να ταξιδέψει το αναγνωστικό κοινό της εποχής της και να το προβληματίσει για όσα συνέβαιναν;
Ο Γιώργος Θεοτοκάς, λογοτέχνης και διανοούμενος με αστική καταγωγή και ευρωπαϊκή παιδεία, με βαθιά κατάρτιση και ευρύτατες γνώσεις, πρωτοστάτησε σε μια από τις σημαντικότερες λογοτεχνικές γενιές του 20ου αιώνα, τη γενιά του ’30. Αφενός ανέπτυξε το μυθιστόρημα στην Ελλάδα και αφετέρου καλλιέργησε το δοκίμιο, θεωρώντας ότι αυτά τα δύο είδη αποτελούσαν τη «νέα λογοτεχνία», την πιο αντιπροσωπευτική δηλαδή έκφραση του νεοελληνικού πολιτισμού.
Μετά το Ελεύθερο Πνεύμα (1929), το πρωτοπόρο δοκίμιο που έγραψε ο εικοσιτετράχρονος Θεοτοκάς, έρχεται να ταράξει τα νερά της μυθιστοριογραφίας με την Αργώ, το δίτομο πρώτο του μυθιστόρημα (πρώτος τόμος 1933˙ δεύτερος τόμος 1936). Οι συνθήκες κατά τις οποίες εμπνεύστηκε και έγραψε την Αργώ ήταν έκρυθμες. Βρισκόμαστε αμέσως μετά την καταστροφή του 1922, γεγονός που είχε ως άμεση συνέπεια την απεμπόληση του μεγαλοϊδεατισμού, ο οποίος με αξιοθαύμαστο τρόπο είχε επιχειρήσει να τονώσει τον καταρρακωμένο ελληνισμό. Η λογοτεχνία θεωρήθηκε πρόσφορο έδαφος για να μνημειωθεί το ιστορικό αποτύπωμα, να διαμορφωθεί το νέο στίγμα του ελληνισμού μετά την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας και να προωθηθεί η έννοια της ελληνικότητας ως μια μορφή μετατόπισης της ανεκπλήρωτης εδαφικής και εθνικιστικής επιθυμίας. Σε αυτό το μήκος κύματος, ο Θεοτοκάς περιγράφει τη φοβερή εποχή που βίωσε, χωρίς να ελεεινολογεί το έθνος και χωρίς να ενδίδει στην απαισιοδοξία, την οποία προσπαθεί με κάθε τρόπο να καταπολεμήσει και στη θέση της να υψώσει ένα όραμα.
(Από το Επίμετρο της Κατερίνας Μουστακάτου)