Η φωτογραφία αναλαμβάνοντας να συλλάβει το ασύλληπτο της πραγματικότητας, τεμαχίζοντάς την και αποδίδοντάς την σε εικόνα, επιχειρεί ταυτόχρονα να συλλάβει, μέσα στο συμβολικό πλαίσιο του λόγου, την επιθυμία του ανθρώπου να δει πέραν της πραγματικότητας, πέραν της εικόνας. Μα, την ίδια αυτή στιγμή, η ίδια η εικόνα γίνεται εμπόδιο σε αυτό.
Η φωτογραφία εκκινώντας από τη σχέση της με τη φθορά, το χρόνο, το θάνατο υπόσχεται το ψεύδος εκείνο για το οποίο έλεγε ο Nietzsche ότι έχουμε ανάγκη για να ζήσουμε. Μια δήθεν νίκη επί του παράλογου. Μια υπόσχεση ότι θα υπάρχουμε και «μετά». Ένας δήθεν έλεγχος σ’ αυτό ακριβώς που παράγει την εικόνα: το κενό, το άλεκτο, την τρέλα.
Η φωτογραφία αναδύεται έτσι ως μια μαρτυρία για το «πέραν» και ταυτόχρονα μια καθήλωση στο «εδώ» κάνοντας μας ν’ αφουγκραζόμαστε τη φράση του Barthes: «η φωτογραφία είναι εικόνα τρελή εμβαπτισμένη στην πραγματικότητα».