Ο ίδιος ο σκληρός πυρήνας της πολιτικής δημοκρατίας απειλείται σήμερα με αφανισμό: οι πιο διορατικοί κατανοούν εφεξής ότι κινδυνεύουμε, ίσως, να απολέσουμε αυτό που, βέβαια, δεν αγαπήσαμε ποτέ, αλλά που «δεν μπορούμε να μη θέλουμε». Για ποιο λόγο αυτή η διπλή άρνηση διατυπώνει με τόση ακρίβεια τη δύσκολη σχέση που διατηρούμε με τη δημοκρατία; Επειδή υπονοεί ότι η δημοκρατία –είτε την περιφρονούμε είτε την ανεχόμαστε ελλείψει καλύτερης επιλογής– δεν είναι μια οποιαδήποτε πολιτική μορφή: είναι η συνθήκη της πολιτικής ύπαρξης και της θέσμισής της.
Η κριτική κατά της δημοκρατίας δεν είναι νέα. Από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη μέχρι τον Μακιαβέλι, τον Λα Μποεσί, τον Φουκώ και τον Λεφόρ, τους νοσταλγούς των ολοκληρωτικών καθεστώτων («αριστερών» και «δεξιών») αλλά και τους θιασώτες του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, η δημοκρατία έχει επικριθεί συστηματικά και συνεχίζει να επικρίνεται από πολλές πλευρές. Παραμένει, εντούτοις, κατά τη γνωστή ρήση, «το χειρότερο των πολιτευμάτων με την εξαίρεση όλων των άλλων που έχουν ιστορικά δοκιμαστεί».
Στο Γιατί δεν αγαπάμε τη δημοκρατία, η Μυριάμ Ρεβώ ντ’ Αλλόν υπερασπίζεται σθεναρά την ιδέα και τις αξίες της δημοκρατίας, αναζητώντας τα βαθύτερα αίτια που οδηγούν στην κρίση και την απόρριψή της. Τρωτή, ευάλωτη, εύθραυστη, συγκρουσιακή, πολλαπλή, αβέβαιη, ατελής και ασταθής, η δημοκρατία οδηγεί στην άρση των βεβαιοτήτων προς τις οποίες ρέπει ο κομφορμισμός των μαζών (Τοκβίλ), γεννώντας έτσι στο πολιτικό υποκείμενο την εμπειρία του διχασμού και της έλλειψης. Στην ουσία, η εμπειρία της δημοκρατίας θέτει την ίδια τη ζωή υπό διαρκή αίρεση και αμφισβήτηση, πράγμα που αφήνει τον άνθρωπο ακάλυπτο. Η δημοκρατία προϋποθέτει και αναδεικνύει την ανθρώπινη ελλειμματικότητα: εδώ έγκειται, κατά τη συγγραφέα, η εγγενής αδυναμία αλλά και το μεγαλείο της.