Ξαναβγήκαμε στο σύθαμπο, όπου υπήρχε ένας μεγάλος τάφος αφιερωμένος στην ομαδική Μητέρα. Πάνω του βρισκόταν καθήμενο το επιτύμβιο άγαλμα μιας μητρικής μορφής χωρίς ατομικά χαρακτηριστικά.
Περιεργαστήκαμε για λίγο το ταφικό μνημείο και η Φερέοικη με ξανάπιασε από το χέρι, για να με οδηγήσει εκεί όπου ήθελε.
Άρχισε να παίρνει πρωτοβουλίες σαν να ήταν αυτή η δημιουργός, κι εγώ μια άβουλη ηρωίδα μυθιστορήματος, ενώ είχε αδυνατίσει κι άλλο, τόσο πού έγινε διάφανη, τόσο διάφανη, ώστε σε λίγο θα διαγράφονταν τα σωθικά της.
Με απομάκρυνε από τον κοινό τάφο, ενώ συγχρόνως άρχισε να απαγγέλλει στίχους.
«Πρόσεξε», μου είπε, «ὁ τίτλος του ποιήματος λέγεται: “Αυτά είπαν οι νεκροί στα δέντρα.” Είναι του ποιητή πού αγαπώ...»
Άκουγα την φωνή της πού βάθαινε, εκφραστική σαν να ανήκε σε μέτζο σοπράνο, να ηχεί μέσα στο αργυρένιο σούρουπο.
Τι λοιπόν
δέντρο
χρυσαφένια αρχή στη χάση και στη φέξη
κατάδυση ή παιχνίδι αστραπής και κόσμου με το μανιακό σκοτάδι;
Στο τελευταίο μυθιστόρημα της Ελένης Λαδιά αποσυμπλέκονται τα πλέον δύσβατα και τα πλέον καίρια νήματα της ανθρώπινης ύπαρξης: το νόημα του θανάτου, το νόημα της ανάστασης, ο κατευνασμός του πένθους. Η Φερέοικη διαβάζεται απνευστί (ή βλέπεται σαν όνειρο). Σε αυτήν πρόσωπα ρεαλιστικά, αλλά και πρόσωπα κατ’ εικόνα της συγγραφέως, σκηνές κοινωνικής ιστορίας και συγγραφικές τεχνικές αποσυμβολοποιούνται και προσφέρονται στον αναγνώστη ως μια απολαυστική σημερινή και ταυτόχρονα αρχαία αφήγηση, όπου οι ήρωες φτάνουν μέχρι τη χώρα της Μνήμης και μέχρι τις πύλες του Άδη, για να αποδεχθούν τελικά την ανθρώπινη μοίρα.
Γιατί ο άνθρωπος κουβαλά το πεπρωμένο του όπως τα φερέοικα ζώα το όστρακό τους.