Όταν οι εξελίξεις και οι αλλαγές συντελούνται με αναφορά σε συγκεκριμένο χώρο, η σχέση τόπου και ανάπτυξης φαίνεται αυτονόητη, όπως σχεδόν αυτονόητη φαίνεται και η σχέση της ανάπτυξης με αλλαγές, ποσοτικές και ποιοτικές, στην οικονομία, την κοινωνία, τον πολιτισμό και το φυσικό περιβάλλον. Δεν είναι άλλωστε τυχαία η ταύτιση των διαστάσεων της ανάπτυξης με τις παραμέτρους της τοπικότητας. Γιατί, πώς αλλιώς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ο «τόπος», πέρα από ένα σύμπλεγμα φύσης, κοινωνίας, οικονομίας και πολιτισμού το οποίο συνεχώς μετασχηματίζεται μέσα από άπειρους πιθανούς συνδυασμούς συγκυριών, διαδικασιών και ενεργειών που μπορούν, όταν είναι θετικές, να χαρακτηριστούν «αναπτυξιακές»;
Στο πλαίσιο αυτό, είναι επίσης αυτονόητο ότι η βιώσιμη ανάπτυξη, η οποία στη θεμελιώδη της αρχή ταυτίζεται με την υπόσχεση για μακροχρόνια «διαγενεακή» εναρμόνιση των παραπάνω τεσσάρων διαστάσεων, μπορεί με βεβαιότητα να συγκεκριμενοποιηθεί όταν ιδωθεί υπό τοπική οπτική. Μόνο που, σε μια τέτοια περίπτωση, το κομψό και αδιαμφισβήτητα ελκυστικό θεωρητικό βάθρο της αειφόρου ανάπτυξης καταλήγει να συνδέεται, σε επίπεδο στρατηγικής και πολιτικών, με μια σειρά από συγκρούσεις. Αυτό γιατί στο πλαίσιο της βιώσιμης ανάπτυξης πρέπει:
• ο τόπος να λειτουργεί ως ανοικτό σύστημα, αλλά ταυτόχρονα να μην απειλείται ως είδος υπό εξαφάνιση
• η κοινωνία να μετασχηματίζεται και να δέχεται το νέο και τις επιρροές του, αλλά
ταυτόχρονα να διατηρεί τη συνοχή και την ταυτότητά της.
• ο πολιτισμός να εκσυγχρονίζεται, αλλά να μένει πιστός στις ρίζες του και να τις
κληροδοτεί άφθαρτες στις επόμενες γενεές. και
• η φύση να διατηρείται, και συγχρόνως να δέχεται τις παρεμβάσεις που οι βιώσιμοι αναπτυξιακοί μετασχηματισμοί συνεπάγονται.
Δεν χρειάζεται παρά να σκεφτεί κανείς την πολυπλοκότητα των συγκρούσεων αυτών για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι τέσσερις τεμνόμενοι κύκλοι της αειφόρου ανάπτυξης δεν έχουν σαφή περιγράμματα και τα κοινά τους σημεία δεν είναι πάντα διακριτά.
Όταν οι εξελίξεις και οι αλλαγές συντελούνται με αναφορά σε συγκεκριμένο χώρο, η σχέση τόπου και ανάπτυξης φαίνεται αυτονόητη, όπως σχεδόν αυτονόητη φαίνεται και η σχέση της ανάπτυξης με αλλαγές, ποσοτικές και ποιοτικές, στην οικονομία, την κοινωνία, τον πολιτισμό και το φυσικό περιβάλλον. Δεν είναι άλλωστε τυχαία η ταύτιση των διαστάσεων της ανάπτυξης με τις παραμέτρους της τοπικότητας. Γιατί, πώς αλλιώς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ο «τόπος», πέρα από ένα σύμπλεγμα φύσης, κοινωνίας, οικονομίας και πολιτισμού το οποίο συνεχώς μετασχηματίζεται μέσα από άπειρους πιθανούς συνδυασμούς συγκυριών, διαδικασιών και ενεργειών που μπορούν, όταν είναι θετικές, να χαρακτηριστούν «αναπτυξιακές»;
Στο πλαίσιο αυτό, είναι επίσης αυτονόητο ότι η βιώσιμη ανάπτυξη, η οποία στη θεμελιώδη της αρχή ταυτίζεται με την υπόσχεση για μακροχρόνια «διαγενεακή» εναρμόνιση των παραπάνω τεσσάρων διαστάσεων, μπορεί με βεβαιότητα να συγκεκριμενοποιηθεί όταν ιδωθεί υπό τοπική οπτική. Μόνο που, σε μια τέτοια περίπτωση, το κομψό και αδιαμφισβήτητα ελκυστικό θεωρητικό βάθρο της αειφόρου ανάπτυξης καταλήγει να συνδέεται, σε επίπεδο στρατηγικής και πολιτικών, με μια σειρά από συγκρούσεις. Αυτό γιατί στο πλαίσιο της βιώσιμης ανάπτυξης πρέπει:
• ο τόπος να λειτουργεί ως ανοικτό σύστημα, αλλά ταυτόχρονα να μην απειλείται ως είδος υπό εξαφάνιση
• η κοινωνία να μετασχηματίζεται και να δέχεται το νέο και τις επιρροές του, αλλά
ταυτόχρονα να διατηρεί τη συνοχή και την ταυτότητά της.
• ο πολιτισμός να εκσυγχρονίζεται, αλλά να μένει πιστός στις ρίζες του και να τις
κληροδοτεί άφθαρτες στις επόμενες γενεές. και
• η φύση να διατηρείται, και συγχρόνως να δέχεται τις παρεμβάσεις που οι βιώσιμοι αναπτυξιακοί μετασχηματισμοί συνεπάγονται.
Δεν χρειάζεται παρά να σκεφτεί κανείς την πολυπλοκότητα των συγκρούσεων αυτών για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι τέσσερις τεμνόμενοι κύκλοι της αειφόρου ανάπτυξης δεν έχουν σαφή περιγράμματα και τα κοινά τους σημεία δεν είναι πάντα διακριτά.