Όλη η περίοδος από το 1941 μέχρι το καλοκαίρι του 1944 ήταν για την Θεσπρωτία ένα "ξήλωμα" του Ρωμαίικου. Η ελληνική (κατοχική) διοίκηση στο νομό παρέλυσε. Στη θέση της λειτουργούσε μία άτυπη μεν, αλλά ουσιαστική αλβανική διοίκηση με πολιτικά, αστυνομικά και στρατιωτικά όργανα. Η διοίκηση αυτή είχε εθνικοσοσιαλιστικό πολιτικό στίγμα και λειτουργούσε όχι απλώς εξ αντικειμένου, αλλά προγραμματικά στο πλευρό των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων. Στρ ενεργητικό της εγγράφεται η εκδίωξη μεγάλου μέρους του χριστιανικού πληθυσμού από την περιοχή μέσω της συστηματικής άσκησης ένοπλης βίας.
Όπως όμως, συνέβη με όλες τις μειονότητες που πόνταραν στο χαρτί του Άξονα για την πραγμάτωση των πολιτικών τους σχεδιασμών, η αντίστροφη μέτρηση άρχισε από τη στιγμή που κατέρρευσε το πολιτικο-στρατιωτικό πλαίσιο από το οποίο αυτές αντλούσαν την ισχύ τους. Ωστόσο, για την περίπτωση των Μουσουλμάνων Τσάμηδων της Θεσπρωτίας υπάρχει μία ιδιαιτερότητα: δεν είναι ο κόκκινος στρατός που ξηλώνει τη φιλοναζιστική διοίκηση, αλλά οι δυνάμεις του Ζέρβα ως τμήμα των συμμαχικών ενόπλων δυνάμεων. Η ιδιαιτερότητα αυτή θα έχει συνέπειες, λόγω του ελληνικού εμφυλίου. Η δράση του Ζέρβα, συμεπριλαμβανομένης της δράσης εναντίον των ένοπλων Τσάμηδων, έπρεπε στην αφήγηση της Αριστεράς να χαρακτηριστεί με παρόμοι πολιτικό πρόσημο.
Το κόμμα των Τσάμηδων στη γειτονική Αλβανία επαναλαμβάνει ουσιαστικά μια αφήγηση που έχει τις ρίζες της στις επικοινωνιακές σκοπιμότητες του ελληνικού εμφυλίου. Όσοι δέχονται ότι η ιστορία "κατασκευάζεται" κοινωνικά, ας είναι έτοιμοι να υποδεχτούν και άλλες, πιο ριζοσπαστικές, "κατασκευές" μέσα από τα κομμουνιστικά χαλάσματα των Βαλκανίων. Η εποχή τις ευνοεί. Αυτό που δεν μπορεί κανείς να γνωρίζει είναι για πόσο ακόμη.