«Ήταν μια μέρα παράξενη. Μια μοναξιά με είχε τυλίξει σαν σύννεφο βαρύ. Στράφηκα στην ποίηση, όπως πάντα όταν δυσκολεύομαι στη ζωή. Αλλά κι εκείνη απουσίαζε. Αυτό το καταλαβαίνω, σκέφτηκα, αφού η νιότη είναι η κύρια πηγή της ποίησης κι ακολουθεί η έμπνευση που γεννιέται από το σμίξιμο πόνου και νιότης. Και τότε μου ήρθε η ιδέα ν’ αποκτήσω έναν καινούργιο συνομιλητή: τον εαυτό μου. Ήταν ξαφνικά πολλά που ήθελα να τον ρωτήσω, πάντα το ’θελα, αλλά όλο κάτι άλλο συνέβαινε, πιο σημαντικό, και τον ξεχνούσα. Τώρα τον βάζω απέναντι στις δύσκολες πληγές της ζωής μου και του λέω να ξαναπαίξει το έργο, που δεν του είχα δώσει ποτέ σημασία, να δω πώς αντιμετωπίζει τον πόνο, τον καθρέφτη με την ανίερη επικαιρότητά του, το άδειο –άδειο ακόμη κι από επιθυμίες–, το χρόνο κ.ά. Έτσι, εγώ κι εγώ συνομιλούμε, καταλαβαίνει ο ένας τον άλλο, κι αν όχι… θα τα ξαναπούμε».
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ