Ο δικαστικός έλεγχος των νόμων στην Ελλάδα (1844-1935)
Διεύθυνση σειράς: Α. Μανιτάκης. [Σειρά: Μελέτες Συνταγματικού Δικαίου και Πολιτειολογίας - τ. 21]
Κυκλοφορεί
ISBN: 978-960-568-417-4
1η έκδ., Ελληνική, Νέα
€ 50.00 (περ. ΦΠΑ 6%)
Βιβλίο, Χαρτόδετο
24 x 17 εκ, 686 σελ.
τ. 21
Σύντομη περιγραφή
τη μελέτη αυτή προσεγγίζεται ιστορικά ο θεσμός του ελέγχου της συναγματικότητας των νόμων. Διερευνώνται τα δύο πρώτα στάδια του θεσμού, η αρχική καθιέρωσή του στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και η οριστική εδραίωσή του στο μεσοπόλεμο.
Περιγραφή

Στη μελέτη αυτή προσεγγίζεται ιστορικά ο θεσμός του ελέγχου της συναγματικότητας των νόμων. Διερευνώνται τα δύο πρώτα στάδια του θεσμού, η αρχική καθιέρωσή του στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και η οριστική εδραίωσή του στο μεσοπόλεμο.

Μια βασική θέση που διατρέχει τη μελέτη είναι πως στην Ελλάδα ο δικαστικός έλεγχος έγινε εξαρχής αντιληπτός όχι ως έλεγχος του νόμου καθαυτόν και αφηρημένα, αλλά ως έλεγχος της εφαρμογής του νόμου στη συγκεκριμένη υπόθεση που έχει κάθε φορά ενώπιόν του ο δικαστής. Συνακόλουθα, το ιδιαίτερο και χαρακτηριστικό γνώρισμα του ελληνικού συστήματος είναι ο συγκεκριμένος χαρακτήρας του ελέγχου, η εξάρτησή του από τις πραγματικές και νομικές περιστάσεις της υπόθεσης –κάτι, βεβαίως, που συνδέεται στενά με το διάχυτο και παρεμπίπτοντα χαρακτήρα του. Καταρχήν και κατά κανόνα, αυτό που ο δικαστής ελέγχει δεν είναι η (αφηρημένη) νομοθετική διάταξη, αλλά ο (συγκεκριμένος) νομοθετικός κανόνας που καλείται σε εφαρμογή σε ορισμένη υπόθεση. Με άλλα λόγια, στην Ελλάδα ο έλεγχος του νόμου έγινε αντιληπτός περισσότερο ως δικαστικός έλεγχος (η έμφαση στο «δικαστικός»), δηλαδή ως πρόβλημα εφαρμογής του νόμου σε ορισμένη υπόθεση που πρέπει να κρίνει ένας δικαστής, παρά ως έλεγχος συνταγματικότητας (η έμφαση στο «συνταγματικότητα»), δηλαδή ως πρόβλημα ισχύος του νόμου ανεξαρτήτως της δικαστικής εφαρμογής του.