Όταν άρχισα να ασχολούμαι με τους ξενιτεμένους του Διστόμου δεν φανταζόμουν την έκταση του θέματος, αργότερα μου έγινε αντιληπτή. Ούτε ότι η ιστορία του καθενός θα ήταν ένα παζλ που έπρεπε να συνταιριαστεί κομματάκι κομματάκι. Η προσπάθεια να περιγράψεις, να ζωγραφίσεις, να συνοψίσεις τη ζωή ενός ατόμου επιφυλάσσει πολλές εκπλήξεις, ενώ πάντα ελλοχεύει και ο κίνδυνος της παρερμηνείας.
Για όποιον πάντως αγαπάει τις ιστορίες των ανθρώπων είναι μια ωραία περιπλάνηση, σαν να γίνεσαι ένας μικρός Κολόμβος που ανακαλύπτει σιγά σιγά όχι τη μεγάλη ήπειρο αλλά τον μέσα κόσμο ενός ανθρώπου, άλλοτε πλούσιο, άλλοτε πιο φτωχό, σαν μια μουσική με μικρές ή μεγάλες παραλλαγές.
Τελευταία, όπως δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες, άρχισαν να γράφονται οι προσωπικές ιστορίες Ελλήνων που μετά τον πόλεμο μετανάστευσαν στη Γερμανία, ιδιαίτερα από ορισμένες περιοχές της Ελλάδας, πράγμα που έρχεται να δικαιώσει κατά κάποιον τρόπο τη δική μου περιπλάνηση. Υπάρχει όμως κι ένας άλλος βασικός λόγος που ξεκίνησα αυτό το ταξίδι. Στο βιβλίο μου «Να ζεστάνουμε τις πέτρες στις πλαγιές του Διστόμου» παρουσιάζεται η ζωή των ανθρώπων του Διστόμου στον 20ό αιώνα, με τις συνήθειες, τις παραδόσεις τους, την επαγγελματική τους απασχόληση κλπ. Άρα και η ζωή των μεταναστών το ίδιο χρονικό διάστημα αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της ιστορίας, συμπληρώνει τα παραπάνω και ολοκληρώνεται.