Ένας άνθρωπος, στην προσπάθειά του να ζήσει και να σώσει την οικογένειά του από την ανέχεια και την πείνα, παίρνει τον δρόμο της μετανάστευσης με όπλο το όνειρο και την ελπίδα. Στους πολυτελείς δρόμους του πολιτισμένου κόσμου που πίστεψε ότι θα πάλευε και θα κατόρθωνε το ακατόρθωτο, το όνειρο ξέφτισε, η ελπίδα έδωσε τη σκυτάλη στην απόγνωση, στη μητριά-πατρίδα, με έπαθλο την πίκρα, αφού εκείνοι για τους οποίους μπήκε στα καράβια των δουλεμπόρων την ξέχασαν, την αντιμετώπισαν σαν μέσο για την επιβίωση, και εκείνοι στους οποίους δούλεψε ως φτηνό εργατικό χέρι, σαν «ελεύθερο μεταμοντέρνο δούλο».
Μόνη… με ροζιασμένα χέρια και πετρωμένη καρδιά, γερασμένη από τα σαράντα της χρόνια, προσμένει τη λύτρωση, που βασανιστικά τυραννικά αργεί να έρθει…