Η Ελίζαμπεθ Μπίσοπ (Elizabeth Bishop) γεννήθηκε το Φεβρουάριο του 1911 στο Γουόρτσεστερ της Μασαχουσέτης. Είναι εξέχουσα Αμερικανίδα ποιήτρια, πολυβραβευμένη και εμβληματική εκπρόσωπος του αμερικανικού μοντερνισμού. Επηρεάστηκε από την ποιήτρια Μαριάν Μουρ, η οποία υπήρξε φίλη της και μέντοράς της. Έζησε για πολλά έτη στη Βραζιλία. Την εποχή αυτή αγάπησε τη νοτιοαμερικανική ποίηση και δέχτηκε επιρροές από το έργο ποιητών όπως ο Μεξικάνος Οκτάβιο Παζ. Τη δεκαετία του 1970 δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Όπως κατά το μείζον ισχύει για την αμερικανική ποίηση, η Μπίσοπ εξέδιδε με φειδώ, τα ποιήματά της μετά βίας φτάνουν τα εκατό, αλλά η αίγλη της τεχνικής της είναι εκπληκτική. Το πρώτο της βιβλίο North & South εκδόθηκε το 1949 και κέρδισε το βραβείο ποίησης Houghton Mifflin. Εννέα χρόνια αργότερα εκδόθηκε το βιβλίο της Poems North & South - A Cold Spring, το οποίο περιελάμβανε δεκαοχτώ επιπλέον ποιήματα πέραν αυτών του πρώτου. Αυτό το βιβλίο κέρδισε το βραβείο Pulitzer το 1956. Το 1965 εξέδωσε το Questions of Travel, φανερά επηρεασμένο από τη ζωή της στη Βραζιλία. Το The Complete Poems που εκδόθηκε το 1969, περιείχε οκτώ επιπλέον ποιήματα και κέρδισε το National Book Award. Πέθανε στη Βοστόνη τον Οκτώβριο του 1979.
Η Ελίζαμπεθ Μπίσοπ συχνά σπαταλούσε αρκετά χρόνια γράφοντας ένα μοναδικό ποίημα, εργαζόμενη κόντρα στον αυθορμητισμό και την έμπνευση της στιγμής. Με την ποίησή της, έχοντας το πάθος της ακρίβειας, απέδωσε τους τόπους όπου έζησε, τον Καναδά, την Αμερική, τη Βραζιλία. Στα ποιήματά της υποκρύπτεται η αποξένωσή της, ως γυναίκας, λεσβίας, ορφανής, ταξιδιώτισσας δίχως πατρίδα. Τη ζωή της σημάδεψαν ο χαμός των γονιών της όταν η ίδια ήταν ακόμα σε νηπιακή ηλικία, το άσθμα από το οποίο υπέφερε, η κατάθλιψη, η βραζιλιάνα σύντροφός της Lota de Macedo Soares, η Βραζιλία, η ποιήτρια Marianne Moore και ο ποιητής Robert Lowell. Σε όλη της τη ζωή δημοσίευσε συνολικά 101 ποιήματα και το έργο της τιμήθηκε με πολλά σημαντικά βραβεία Μετά τον θάνατό της, η φήμη της άρχισε να μεγαλώνει τόσο ώστε εντέλει οι περισσότεροι Αμερικάνοι κριτικοί να συμφωνούν στο συμπέρασμα πως πρόκειται για μία από της σπουδαιότερες ποιήτριες του 20ού αιώνα. Κάθε ποίημά της αρχινά όπως ξημερώνει μια όμορφη ημέρα και στο τέλος του δεν έχεις παρά να προσδοκάς τη μεταφυσική της νύχτας. Η Ελίζαμπεθ Μπίσοπ είναι η «χελώνα», όπως τη θέλει η κριτική, της αμερικάνικης ποίησης που αργά και σταθερά έλαβε εξέχουσα θέση με το εμβληματικό της έργο. Η ιδιαζόντως εικαστική οπτική της για τον κόσμο και τα πράγματα, και η απαράμιλλη σκέψη της έχουν καταστήσει το έργο της μνημείο της ανθρώπινης σκέψης. Το 2011 ορίστηκε ως έτος επετείου για τα εκατό χρόνια από τη γέννησή της, επέτειο την οποία μοιράστηκε με τους Wiilliam Golding, Terence Rattingan και Tennessee Williams. «Όλοι τους τιμούνται σήμερα», αναφέρει το βρετανικό λογοτεχνικό περιοδικό The Times Literary Supplement, «αλλά όλοι ακολουθούν παραμένοντας ένα βήμα πίσω από τη χελώνα Μπίσοπ… η οποία μόλις μία δεκαετία πριν από τα μέσα του 1940 εξέδωσε ένα ταπεινό βιβλίο με ποίηση χωρίς ρίμα (μέτρο) και το οποίο τώρα πια, αποδεικνύεται πολύ πιο μοντέρνο από το έργο όλων όσων αναφέρονται παραπάνω». Στην ιστορία της αμερικάνικης λογοτεχνίας, μόνον η Emily Dickinson θα μπορούσε ίσως να παραλληλιστεί με την Ελίζαμπεθ Μπίσοπ, καθώς και οι δύο έτυχαν πραγματικά τεράστιας δημοτικότητας και φήμης ακριβώς μετά τον θάνατό τους.
Αυτήν τη σημαντική, εμβληματική για τον μοντερνισμό, ποιήτρια έχω την τιμή και τη χαρά να συστήνω, για πρώτη φορά συστηματικά, στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, αποδίδοντας-μετατοπίζοντας στην ελληνική γλώσσα τριάντα ποιήματά της.
Μία τέχνη
Η τέχνη του χαμού δεν είναι δύσκολο να μαθευτεί
τόσα πολλά πράγματα φαίνονται προσηλωμένα
στο να χαθούν που ο χαμός τους δεν είναι καταστροφή.
Χάνεις κάτι κάθε μέρα. Πέρα από την ταραχή
σαν χάσεις τα κλειδιά σου, άσχημα η ώρα πάει στα χαμένα.
Η τέχνη του χαμού δεν είναι δύσκολο να μαθευτεί.
Ασκήσου λοιπόν να χάνεις πιο γρήγορα να χάνεις πιο πολύ:
τόπους και πρόσωπα και όπου προόριζες για σένα
να ταξιδέψεις. Τίποτα από αυτά δεν θα φέρει την καταστροφή.
Έχασα τη φροντίδα της μητέρας μου. Και κοίτα! Το τελευταίο ή
προτελευταίο χάθηκε από τρία σπίτια μου αγαπημένα.
Η τέχνη του χαμού δεν είναι δύσκολο να μαθευτεί.
Έχασα δύο πόλεις, αξιαγάπητες. Και πιο πολύ
κάποιους κόσμους που ανήκα, δύο ποτάμια, μια ήπειρο.
Μου έλειψαν μα δεν ήταν καταστροφή.
Ακόμα χάνοντας εσένα (τη φωνή που αστειευόταν, ένα νεύμα
που αγαπώ) δεν πρόκειται να πω ψέμα. Είναι προφανές
η τέχνη του χαμού δεν είναι δύσκολο να μαθευτεί
μολονότι μπορεί να μοιάζει σαν (γράψε το!) σαν καταστροφή.
Βιογραφικό σημείωμα μεταφραστή
Ο Γιώργος Παναγιωτίδης γεννήθηκε το 1965 στην Αλεξανδρούπολη. Έχει μεταπτυχιακό δίπλωμα στη δημιουργική γραφή και είναι υποψήφιος διδάκτορας του ΜΠΣ «Δημιουργική Γραφή», του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, του οποίου και είναι διδάσκων-συνεργάτης. Διδάσκει δημιουργική γραφή από το 2009. Συντάχτηκε με το λογοτεχνικό περιοδικό «Μανδραγόρας» για μια δεκαετία, έως το 2005, απ’ όπου παρουσίασε κυρίως ποιητές. Το ίδιο έκανε και στο Συμπόσιο Ποίησης του Πανεπιστημίου Πατρών. Από τις εκδόσεις «Μανδραγόρας» εξέδωσε τρεις ποιητικές συνθέσεις, Ρύνια, α΄ έκδοση το 1985 και β΄ έκδοση το 2002, Τα όντα εκεί και Ονόματα μόνΟ υπό τον τίτλο Τα δύο όλα το 1996 και Δι’ οδών το 2002, Το πρώτο του μυθιστόρημα, Ερώτων και Αοράτων (Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού Διαβάζω του 2008) κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Γαβριηλίδης» το 2007. Επίσης από τις εκδόσεις «Γαβριηλίδης», κυκλοφόρησαν οι ποιητικές του συλλογές Ομορφιές αφόρητες το 2012 και Κύμα άλμα το 2014 και το βιβλίο του Γιώργος Σεφέρης – Βίος και παρωδία το 2014. Κείμενά του υπάρχουν σε έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά.