Κάποιος είχε εισχωρήσει στην αυλή του Παύλου πολύ πρόσφατα, αφού οι πεταμένες γόπες στο χώμα φαίνονταν φρέσκες. Το άτομο αυτό είχε περπατήσει κοντά στο συρματόπλεγμα ανάμεσα στη Βίλα Σοράγια και στην αγροικία. Θα κάπνιζε ασταμάτητα ή θα είχε μείνει εκεί με τις ώρες, καπνίζοντας.
Μπορεί να ήταν ο σκανδαλοθήρας φωτογράφος. Ή και κάποιος άλλος. Να συνδεόταν η παρουσία του καπνιστή με την περίεργη απουσία του Παύλου;
Ο Τζακ. Της είχε φανεί παλιόφατσα.
Ιδιοκτήτης της Βίλας Σοράγια. Και τοπικός παράγοντας, της το είχε δηλώσει. Συνεπώς, στη διάθεσή του πολλά μέσα, νόμιμα και παράνομα, αλλά και χρηματική επιφάνεια για ν’ αγοράζει όποιον ήθελε. Η προσάρτηση της αγροικίας στη Βίλα Σοράγια, με ή χωρίς τη συναίνεση του Παύλου, θα ήταν παιχνιδάκι γι’ αυτόν.
Οι κρίσεις έχουν πολύμορφη απήχηση. Στον αντίκτυπο της τωρινής εκτυλίσσεται μια ιστορία πέντε ημερών.
Η Άννα, 37 χρονών, ηθοποιός σε θέατρο της Αθήνας, ξεκινάει για ένα κυκλαδίτικο νησί με μια έντονη ερωτική διάθεση, μια επιθυμία που κυμαίνεται ανάμεσα στη μαγική περιέργεια και στη ζωτική επιβεβαίωση. Φτάνει στο νησί για να ξανασυναντήσει τον Παύλο, τον καπετάνιο του καϊκιού που πριν από πέντε εβδομάδες είχε μεταφέρει νύχτα τους επιβάτες ενός προσαραγμένου πλοίου, ανάμεσά τους κι αυτήν. Είχε προκύψει τότε, αρχές Μαρτίου, μια ερωτική έλξη που τους έφερε για λίγο πολύ κοντά. Όμως δεν καταφέρνει να συναντήσει τον Παύλο. Η απουσία του, ανεξήγητη, σιγά-σιγά γίνεται μυστηριώδης. Η Άννα στρέφεται στην εξιχνίασή της εξαφάνισής του. Και τότε την περιμένει το απρόβλεπτο.