Και όντως, με το που άδειαζε η διπλή βότκα καλούα, κατέβαζαν το πόδι από το σκαμπό, έτοιμες να φύγουν, έλα όμως που προλάβαινε ο Ιάσων και με νόημά του στην μπαργούμαν εμφανιζόντουσαν άλλα τρία διπλά ποτά, έτσι το πόδι ξανανέβαινε στο σκαμπό.
Ο Τίτος δεν κατάφερε να μετρήσει πόσες φορές ανέβηκε και κατέβηκε το πόδι, ούτε να δει τι έγραψε το ταξίμετρο, που ανάλαβε να πληρώσει ο Ιάσων. Τη μορφή της Λυδίας, που κυριαρχούσε σε διπλοτυπία μέσα στα ζεστά χρώματα του μπαρ, νόμιζε πως την έδιωχνε, γι’ αυτό απορούσε που την ξανάβλεπε να τον πλησιάζει σαν να ’θελε να τον φιλήσει, να τη διώχνει, να τον πλησιάζει και πάλι μέσα από τα πρόσωπα γύρω του, να τη διώχνει, να τεντώνει τα χέρια του, να χάνει την ισορροπία του, η Λυδία εκεί, να επιμένει. Τίποτε άλλο.
1998-2001. Μια τετραετία απόλυτης ευμάρειας. Η Αθήνα βρίσκεται σε οργασμό. Γίνονται έργα εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, πέφτει χρήμα από ξένους και Έλληνες, και γενικά επικρατεί ευφορία, διάχυτη και στον χώρο της τέχνης.
Ευνοούμενος, μεταξύ άλλων, και ο σκηνοθέτης Τίτος Στυλιανίδης. Έχοντας μόλις τελειώσει μια ταινία που την προορίζει και για φεστιβάλ, δέχεται προτάσεις για θεατρικές σκηνοθεσίες και τηλεοπτικές παραγωγές. Και γνωρίζει τον μεγάλο έρωτα.
Τόσο ο ίδιος όσο και οι συνεργάτες του, ηθοποιοί, δημοσιογράφοι, οπερατέρ, ηχολήπτες και βοηθοί, δουλεύουν ακατάπαυστα, πίνουν ασύστολα, καπνίζουν ανεξέλεγκτα και ερωτεύονται άνευ όρων και ορίων, αδιάφοροι για τις συνέπειες.
Όμως, μια εξαφάνιση, ένα δυστύχημα και ένας φόνος υποχρεώνουν τον Τίτο Στυλιανίδη να αναρωτηθεί γιατί η ζωή του έγινε «νουάρ». Αρχίζει να σκαλίζει το παρελθόν του για να βρει μια απάντηση, ακριβώς τώρα, εδώ, στο γύρισμα του αιώνα.