Το χωριό της κυρα-Γεσθημανής, της αδελφής της τής Φιγιλιάνας, των θυγατέρων της, της Βικτωρίας και της Αρετής, της ζητιάνας Μπέλκας, των Αλλόκοτων, είναι ένας τόπος παραδείσιος· μια παράξενη Ατλαντίδα, όπου ο χρόνος κινείται για εφτά χρόνια και πέντε μήνες, κι ύστερα ξαναγυρνάει πίσω. Δεν υπάρχει χρήμα, δεν υπάρχει κτητικότητα, αλλά μια ισορροπία που την εξασφαλίζει η αποδοχή των πρωτογενών στοιχείων της ζωής. Και πάρε δώσε με τον έξω κόσμο δεν έχουν· ένα πανύψηλο βουνό, πέρα απ’ το οποίο μαίνεται ένας αιώνιος πόλεμος, κρατάει το χωριό απομονωμένο. Μόνος ξένος, μόνος επισκέπτης, είναι ένας πραματευτής που περνάει μέσα από ένα μυστικό πέρασμα και φέρνει την πραμάτεια του, την οποία ανταλλάσσει με ό,τι διαθέτουν οι κάτοικοι. Αυτός ο ξένος θα κερδίσει με το ερωτικό τραγούδι του την καρδιά της Αρετής, που θα γίνει η πρώτη που θα φύγει απ’ το χωριό. Η ευτυχία αυτού του τόπου φαντάζει παντοτινή, μα δεν είναι. Πρώτα εμφανίζεται ένα σεντούκι που γεννάει χρυσά φλουριά, κι όταν οι κάτοικοι αντιλαμβάνονται, από τη στάση του πραματευτή, ότι είναι πολύτιμα, αρχίζουν να τα σωρεύουν, και να παραμελούν τις δουλειές τους. Συνάμα, ο κόσμος τους αρχίζει να απειλείται: το ηφαίστειο ψηλά στο βουνό βρυχάται, η θάλασσα κοχλάζει, ο τόπος, το περιβάλλον καταστρέφεται, η ζωή γίνεται αβίωτη. Δεν έχουν άλλη επιλογή: πρέπει να φύγουν...