Οι εικόνες μου προστίθενται σ’ αυτές ενός τόπου που πλήθει μνημών, λαών, θρησκειών. Οι κάτοικοί του συχνά ξεχνούν τις οβρέικες γειτονιές, τα μουσουλμανικά μνημεία, τα βενετσιάνικα ονόματα, τις χαλικούτικες μνήμες, το πολύχρωμο αίμα τους, την αρχαιότατη ευγένεια του τόπου, την ώσμωση των πολιτισμών, που εκών άκων τους φιλοξένησε. Προδίδουν (ανεπιστρεπτί;) την ίδια τη στόφα τους: από περήφανοι και αξιοπρεπείς γίνονται προκατειλημμένοι και μίζεροι. Αντί ανοιχτοί, κλείνουν. Οι άνθρωποι του κόσμου ξεπέφτουν σε μικροαστούς. Οι αυτάρκεις σε αετονύχηδες. Το καρτ ποστάλ λιμάνι καταρρέει, χρειάζεται τσιμεντενέσεις, όπως ενέσεις ενίσχυσης και μνήμης τούς είναι απαραίτητες για να βρουν μιαν οδό πέραν της νεοελληνικής πεπατημένης.
Σεργιανώντας με τα παιδιά μου στο Σαντριβάνι άλλη μια φορά, κάθομαι, όχι, όχι για καφέ, μα στο παγκάκι απέναντι από το Φάρο, να ονειρευτώ τα όνειρα των παιδικών μου χρόνων: η αγκαλιά του λιμανιού ανοίγει, δεν με πνίγει πια, μ’ αφήνει ν’ αποπλεύσω, ή μάλλον ν’ απογειωθώ στους ανοιχτούς ορίζοντες ενός μέλλοντος που η άκρη του ξεκινάει από δω.