Η έκδοση του βιβλίου έρχεται σαν φυσική συνέχεια της διδακτορικής διατριβής μου για τα αρχαία τείχη των Αθηνών. Κίνητρο για την επιλογή αυτού του θέματος ήταν μία απλή περιέργεια: διατηρούνται σήμερα τα τείχη των Αθηνών; Πού μπορεί να τα δει κανείς στη σημερινή πόλη; Είναι επισκέψιμα; Αναζητώντας απαντήσεις στους τόμους του Αρχαιολογικού Δελτίου διαπίστωσα ότι το αρχαίο τείχος ήταν ένα μνημείο της αρχαιότητας για τη διατήρηση του οποίου η πολιτεία είχε ενεργήσει με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους. Δεν ήταν μόνο στους μεγάλους αρχαιολογικούς χώρους της πόλης, δηλαδή του Κεραμεικού, της αρχαίας Αγοράς ή στους λόφους του Φιλοπάππου, της Πνύκας και των Νυμφών, όπου είχε κανείς την ευκαιρία να επισκεφθεί τα κατάλοιπα της οχύρωσης. Από τη δεκαετία του 1950 και μετά, σωστικές ανασκαφές της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας έφεραν σταδιακά στο φως πάμπολλα νέα ευρήματα του αρχαίου τείχους, τα οποία δεν ήταν ευρέως γνωστά. Πολλά από αυτά είχαν διατηρηθεί επισκέψιμα, κυρίως για τους μελετητές.
Ύστερα άνοιξε ένας μακρύς δρόμος, με ευτυχή κατάληξη τούτο το βιβλίο. Τελικά δεν έφθανε να απαντήσει κανείς στο αρχικό ερώτημα ή απλώς να επισκεφθεί το σωζόμενο αρχαιολογικό υλικό. Έπρεπε να αναγνώσει τα ευρήματα ως οντότητες και τεκμήρια του παρελθόντος, να τα εντάξει στο πλαίσιο όπου τα είχε διαφυλάξει η ιστορία. Μπορεί η πολιτεία να αναγνώρισε πράγματι την αξία του μνημείου, κυρίως λόγω της σημασίας που είχε για την ιστορία των Αθηνών, ποιά ήταν όμως η ιστορία των ίδιων των καταλοίπων; Τί μνημονεύουν για το τείχος οι αρχαίοι συγγραφείς; Τί σχετικό γράφουν οι επιγραφές; Ποιοί αναζήτησαν τα ίχνη του ανά τους αιώνες; Πότε και πώς άρχισε να αποκαλύπτεται η πορεία του στα μάτια των αρχαιολόγων, και τί γνωρίζει σήμερα η επιστημονική κοινότητα για την πορεία, τη μορφή και τη χρονολόγηση του τείχους; Αυτά τα ερωτήματα τέθηκαν το ένα μετά το άλλο, εισάγοντας με τη σειρά τους νέα θέματα για έρευνα και προβληματισμό. [...]
(Από τον πρόλογο της συγγραφέως)