Δεμένα με το όνομα του Πυθαγόρα και την πυθαγόρεια παράδοση τα Χρυσά έπη προβάλλουν ανάμεσα στην ιστορία και στους μύθους, στην προφορική παράδοση και στα γραπτά ντοκουμέντα, ως το απόσταγμα της διδασκαλίας του αρχαίου σοφού, ως οι οδηγίες «προς ναυτιλλομένους» που θα οδηγήσουν σε μια χρηστή, μετρημένη ζωή και θα ανυψώσουν τον άνθρωπο στη θεϊκή του φύση. Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πότε πρωτοεμφανίστηκαν, αν και στη σημερινή τους μορφή επιβεβαιώνονται μετά τον 5ο μ.Χ. αιώνα. Εκείνη την εποχή τα καταγράφει ο Ιεροκλής, Αλεξανδρινός και νεοπλατωνικός φιλόσοφος, μαθητής του Πλουτάρχου. Τα Χρυσά έπη έγιναν πολύ δημοφιλή και συνέχισαν να αντιγράφονται μέχρι και τον 15ο αιώνα, αλλά και αργότερα. Υπάρχουν χειρόγραφα που δημιουργήθηκαν στην Κάτω Ιταλία, όπου μιλούνταν ελληνικές διάλεκτοι και οι μοναχοί αντέγραφαν διάφορα έγγραφα, όχι αποκλειστικά θρησκευτικά. Ωστόσο, παρά τον αριθμό αντιγράφων που αναφέρονται σε διάφορες πηγές –και που μερικοί τα ανεβάζουν στα 230– πολύ σπάνια εμφανίζεται κάποιο χειρόγραφο σε σχετικές δημοπρασίες. Είναι γνωστό ότι κατά την Αναγέννηση η πυθαγόρεια παράδοση γνώρισε άνθιση, και τα Χρυσά έπη ήταν ένα από τα αρχαιοελληνικά κείμενα που διαβάζονταν συχνά και τυπώνονταν για εκπαιδευτικούς λόγους. Επί Τουρκοκρατίας δε τα Χρυσά έπη διδάσκονταν στα σχολεία, χάρη στο συμβουλευτικό και παραινετικό τους χαρακτήρα, όπως μας πληροφορούν τα μαθηματάρια – τα βιβλία όπου οι δάσκαλοι του κάθε σχολείου κατέγραφαν τη διδακτική ύλη.