Επανακυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΙΑΝΟS το βιβλίο του Χρήστου Γιανναρά, «Πείνα και δίψα», η πρώτη έκδοση του οποίου έγινε το 1961.
Η πρώτη έκδοση του βιβλίου έγινε πριν από 54 χρόνια, το 1961, ενώ η δεύτερη έκδοση (1969) έγινε σε μέρες δύσκολες: στρατιωτική δικτατορία στην Ελλάδα και ο πνιγμός για τη λεηλασία της ανθρωπιάς μας και την καπηλεία της θρησκευτικότητας αυτού του τόπου σημαδεύουν τον πρόλογό του.
Στην τέταρτη έκδοση (1981), ο συγγραφέας βρήκε την ευκαιρία να κάνει μερικές φραστικές διορθώσεις και να προσαρμόσει το κείμενο στην τρέχουσα γραμματική καθώς και να προσθέσει το μικρό ταξιδιωτικό αφιέρωμα «έρημος», που συμπλήρωνε στο κλίμα της πρώτης εκείνης Πείνας και δίψας.
Στην παρούσα έκδοση(2015) προστέθηκαν τρία ακόμα συγγενή κείμενα (Η χώρα των ζώντων, Μνήμη T.S. Eliot και Το «σημείον» Ιωνά).
Πρόλογος του συγγραφέα από την δεύτερη έκδοση.
"Στο μικρό αυτό βιβλίο συγκεντρώνονται κείμενα περίπου αυτοβιογραφικά, που είχαν δει το φως της δημοσιότητας πριν μερικά χρόνια. Δεν πρόκειται για κάτι πιο σημαντικό από μιαν εφηβική εξομολόγηση με βασικό ερέθισμα τις πρώτες εμπειρίες την ανθρώπινης ανεπάρκειας. Αν ξεχωρίζει κάτι στις σελίδες που ακολουθούν και που δικαιολογεί ίσως την έκδοσή τους, θα έλεγα ότι είναι μια διακριτική μεταφυσική αναζήτηση που αγωνίζεται να διασωθεί σαν οδυνηρή εγρήγορση στα όρια της προσωπικής εμπειρίας της αλήθειας. Αυτή η συνύπαρξη της πίστης – εμπιστοσύνης με την προσωπική εγρήγορση έφτασε να είναι κάτι σπάνιο, ίσως και ακατανόητο, ενώ θα έπρεπε να είναι ο φυσικότερος δρόμος. Οπωσδήποτε, σημαίνει να βαδίζεις στην κόψη του ξυραφιού, μακριά από
κάθε βολή κι ανάπαυση και χορτασμό και ξεδίψασμα. Αλλά ο δρόμος για να κερδίσουμε τα ουσιώδη είναι η προσωπική πείνα και δίψα, το πάθος του ανθρώπου που τα πουλάει όλα για ν’ αγοράσει το ένα πετράδι. Και τέτοιες τρέλες, όσο κι αν είναι αυθεντικά ευαγγελικές, μένουν ακατανόητες για τη σημερινή μας χριστιανοσύνη.
Δεν είναι, λοιπόν, για την ξεχωριστή τους ωριμότητα και τη λογοτεχνική τους αξία που ξαναδημοσιεύονται τώρα αυτά τα κείμενα, αλλά μόνο γιατί αντιπροσωπεύουν ένα οδοιπορικό της προσωπικής πείνας και δίψας, όπως διασώθηκε από τις ευπρόσωπες παγίδες συνθηκολόγησης που περισσεύουν στον καιρό μας. Όταν έγραφα τις σελίδες που ακολουθούν, πριν από δέκα περίπου χρόνια, ήμουν στρατευμένος σε ένα θρησκευτικό «κίνημα». Πάλευα τότε ανάμεσα στο ιδανικό της απόλυτης αφιέρωσης, έτσι που την ενσαρκώνει κάθε ολοκληρωτικό σχήμα, και στη δίψα της ελευθερίας που είναι η αλήθεια και η ζωή. Εκείνη την πάλη εκφράζουν αυτές οι σελίδες, γι’ αυτό και δίνουν συχνά την αίσθηση μιας εσωτερικής περιπέτειας που ξεκινάει από σχήματα χωρισμένα από τη ζωή. Είναι που λείπει κι ο δεσμός με τη γη, δηλαδή με το λαό, την Εκκλησία, τη ζωή που είναι η Παράδοση και οι ρίζες του ανθρώπου, κι έτσι η εφηβική μου σκέψη μένει συχνά μετέωρη σε σχήματα εγκεφαλικά.
Παρ’ όλα αυτά, τα κείμενα της Πείνας και δίψας διαβάστηκαν και αγαπήθηκαν, αν κρίνω από γράμματα και κριτικές που πήρα. Ίσως γιατί είναι πολλοί που πέρασαν από τους ίδιους δρόμους ή ίσως γιατί ήταν πράγμα όχι πολύ συνηθισμένο τότε η έκφραση της αγωνίας του ανθρώπου να σωθεί, ακόμα κι από τη θρησκευτική βιομηχανοποίησή του. Τώρα που ο φίλος εκδότης θέλησε να ξανατυπώσει αυτά τα κείμενα φαίνεται να έχουν και πάλι μιαν επικαιρότητα: Σε λιγότερα από δέκα χρόνια, στον τόπο μας τουλάχιστο, τα σχήματα των έτοιμων θρησκευτικών λύσεων συνέβηκε να γυμνωθούν απροκάλυπτα στην προσπάθειά τους να επιβάλουν κοσμικά τη βιομηχανοποιημένη σωτηρία. Η θρησκευτική γυμνότητα είναι πια σπαραχτική και το ένδυμα της Παράδοσης μένει αχρησιμοποίητο, καταδικασμένο να φυλάγεται στο Μουσείο. Τουλάχιστον ας κραυγάσουμε άλλη μια φορά αυτή την οδύνη της γύμνιας, την πείνα και τη δίψα των ψυχών μας, με μοναδική ελπίδα να σώσουμε όση γίνεται περισσότερη ανθρωπιά μέσα μας την ώρα που μας αρνούνται την ανθρωπιά με κάθε δυνατό τρόπο".