Δύο παιδιά στα δεκατρία τους.
Ένα χωριό στους πρόποδες ενός λόφου.
Μια αθώα αγάπη που ζωντανεύει μέσα σε μια ταραγμένη εποχή.
Ένα άγγιγμα, ένα πεταχτό φιλί και ένας παντοτινός όρκος υπογεγραμμένος με αίμα...
Και έπειτα η βίαιη απομάκρυνση...
Η αρπαγή...
και ο πόνος...
Ο απέραντος, ο φρικτός πόνος.
Και μια υπόσχεση...
«Θα έρθω και θα σε βρω Άννα... όπου κι αν πας... στ` ορκίζομαι...»
Η Άννα κινήθηκε ίσια με τα μάτια της να λάμπουν από χαρά. Το αγαπημένο της μονοπάτι απλωνόταν μπροστά της πιο πράσινο από ποτέ.
Πάνω ψηλά, οι αχτίδες του ήλιου διαπερνούσαν τις πυκνές φυλλωσιές... Η ατμόσφαιρα μύριζε χαρούπι και ελιά. Κάποιος την κρατούσε από το χέρι.
Ήταν ο Γρηγόρης...
Ο φίλος της...
Ήταν κοντά της.
Αλήθεια ήταν κοντά της...
Ξαφνικά όλα άλλαξαν.
Η Άννα έμεινε μόνη σ` ένα σκοτάδι πυκνό.
Χωρίς το Γρηγόρη να την συντροφεύει, χωρίς το μονοπάτι που τόσο αγαπούσε...
Μια σκιά που βρέθηκε πίσω της, της έφερε ένα ανεπαίσθητο τρέμουλο στο κορμί.
Μια εχθρική σκιά που έκανε τις αισθήσεις της ν` αδρανούν.
Με την καρδιά να σφίγγεται στα σωθικά άρχισε να τρέχει!