Τέσσερα ανήλικα κορίτσια εξαφανίζονται μυστηριωδώς σε μια επαρχιακή κωμόπολη. Το γεγονός αναστατώνει το μικροσκοπικό τους σύμπαν. Η δασκάλα τους, μια ηλικιωμένη γεροντοκόρη, θα κάνει την τρομερή ανακάλυψη, η οποία ποτέ δεν είμαστε βέβαιοι αν είναι πραγματικότητα ή αποκύημα της ταραγμένης της φαντασίας. Μέλισσες Ιέρειες
Μια γυναίκα περιπλανιέται χωρίς προφανή σκοπό στην έρημο. Το τοπίο την καταβάλλει και την περιβάλλει. Δεν είμαστε σίγουροι αν η έρημος βρίσκεται ολόγυρα της ή μέσα της ή και τα δύο. Συναντά διάφορους άντρες και ανταλλάσσει μαζί τους τραυματικές εμπειρίες. Φτάνει στον προορισμό της, τον μεγάλο ωκεανό, μόνο και μόνο για να συναντήσει τη μοίρα της.
Ως τον Μεγάλο Ωκεανό
Τρεις μέρες είχαν περάσει από τότε που το Λούνα Παρκ κατασκήνωσε στη μικρή κωμόπολη, όταν άρχισαν να εξαφανίζονται τα κορίτσια.
Ήταν μια ιστορία αλλόκοτη που έπεσε σαν κεραυνός στην τοπική κοινωνία και την έκανε άνω κάτω. Η υπόθεση άργησε πολύ να «διαλευκανθεί», αλλά και τότε ουδείς πίστεψε στις εξηγήσεις που δόθηκαν. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι τα κορίτσια είχαν δια παντός εξαφανιστεί.
Ήταν φθινόπωρο. Ένας γλυκός Σεπτέμβρης την είχε αράξει στη μέση της πλατείας. Ένας Σεπτέμβρης γεμάτος μυρωδιές από χρυσάνθεμα και μουστοκούλουρα.
Στο Τουριστικό Περίπτερο, κάτω από τον πλάτανο, καθόταν και ο δήμαρχος. Χάιδευε την καράφλα του και έστριβε τα μουστάκια του απολαμβάνοντας θορυβωδώς το καφεδάκι του. Παχύ καϊμάκι και υποβρύχιο μαστίχα από δίπλα. Η ευτραφής κοιλιά του απειλούσε να ξετινάξει τα κουμπιά του πουκαμίσου του και να κηρύξει την ανεξαρτησία της. Λίγο ψηλότερα τα μπατζάκια του, για να μην κάνει γόνατα το καλό του παντελόνι.
Είχε μόλις παραστεί στη δέκατη έβδομη κηδεία της καριέρας του και ήταν βαθιά ικανοποιημένος παρ’ όλες τις πιέσεις που είχε δεχτεί από τους δημότες του οι οποίες τον είχαν αναγκάσει να υποσχεθεί με το πλέον επίσημο ύφος πως ναι, ασφαλώς, οπωσδήποτε θα προμηθευόταν επιτέλους εκείνο το αναθεματισμένο γκρέιντερ, για να ανοίγουν τον κωλόδρομο που έκλεινε με την πρώτη κακοκαιρία. Οι κατολισθήσεις και το χιόνια κρατούσαν απομονωμένο το χωριό ολόκληρο τον χειμώνα.
Βεβαίως, κάποια στιγμή είχε περιέλθει σε εξαιρετικά δύσκολη θέση όταν ο κουρέας, κύριος πολιτικός του αντίπαλος, του πέταξε κατάμουτρα «Φληναφήματα και αερολογίες». Αναγκάστηκε όμως να το κάνει «γαργάρα» για να μη γίνουν μαλλιά κουβάρια ενώπιον των τεθλιμμένων συγγενών του ενενηνταοκτάχρονου μπάρμπα Δημητρού. Άκου φληναφήματα! Πού την έμαθε αυτή τη λέξη ο βλάχος και πούλαγε μούρη;
Τότε ήταν που πέρασαν από μπροστά του τα κορίτσια. Στα πέντε μόλις μέτρα. Αργότερα θα ορκιζόταν πως ήταν ο τελευταίος που τις έβλεπε όλες μαζί, αλλά θα έκανε λάθος.
Τα κορίτσια περπατούσαν σε στοιχημένη σειρά με το κεφάλι ψηλά. Αγέλαστες και με ονειροπόλο ύφος. Κοιτούσαν κάπου μακριά, όχι σε συγκεκριμένο σημείο. Κάτι σιγοψιθύριζαν χωρίς να κοιτάζει η μία την άλλη, μυστηριώδης επικοινωνία που μόνον τα κορίτσια ξέρουν να πετυχαίνουν.
Πέρασαν γρήγορα αφήνοντας πίσω τους ένα αεράκι που ευωδίαζε όπως ο ροδίτης, γι’ αυτό θα έπαιρνε όρκο καθότι ερασιτέχνης οινοποιός ο ίδιος. Ο αέρας μοσχοβολούσε μεθυστικά για λίγα λεπτά, δεν ήταν η ιδέα του, και οι άλλοι τέντωσαν τις μουσούδες τους.
Πρόλαβε ωστόσο να θαυμάσει τις γάμπες τους με το απαλό χνούδι που χρυσάφιζε στον μεσημεριάτικο ήλιο. Οι γάμπες των κοριτσιών κάτω από τις σεμνές φούστες που ανέμιζαν στο ελαφρύ αεράκι.