Το ελληνικό δίκαιο αναγνωρίζει τη δυνατότητα να τιμωρείται αυτός που παραλείπει να αποτρέψει ένα ποινικά αξιόλογο αποτέλεσμα (π.χ. τον θάνατο ενός ανθρώπου) όπως εκείνος που το προκαλεί με ενέργειά του. Τούτο επιτρέπεται, σύμφωνα με το άρθρο 15 ΠΚ, όταν ο παραλείπων είναι φορέας ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης αποτροπής. Οι πηγές ιδιαίτερων νομικών υποχρεώσεων, οι αιτίες δηλαδή εκείνες που μπορούν να καθιστούν ένα πρόσωπο υπόχρεο αποτροπής και, κατ’ επέκταση, υποκείμενο βαρύτατης ποινικής ευθύνης ακόμη και για αποτελέσματα που δεν έχει δρομολογήσει το ίδιο με ενέργειές του, δεν ορίζονται ρητά πουθενά. Η διάταξη του άρθρου 15 ΠΚ σιωπά ως προς αυτό το ζήτημα. Η επιστήμη δεν έχει καταφέρει μέχρι σήμερα να καταλήξει σε ένα κοινά αποδεκτό μεθοδολογικό μοντέλο προσδιορισμού και η νομολογία κινείται συχνά διαισθητικά. Έτσι, επικρατεί τελικά μεγάλη ανασφάλεια στο συγκεκριμένο πεδίο, με ό,τι αρνητικό αυτό συνεπάγεται για τη δικαιοκρατική λειτουργία του ποινικού δικαίου.
Η παρούσα μελέτη επιχειρεί να οριοθετήσει την έννοια της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης και των πηγών της. Για τον σκοπό αυτό αναλύει κριτικά και αξιοποιεί συστηματικά τόσο τις θέσεις της ελληνικής και της διεθνούς ποινικής επιστήμης όσο και την πλούσια ελληνική νομολογία στα σχετικά ζητήματα. Επίσης, διερευνά θεμελιώδη ερωτήματα που αφορούν τη γενικότερη οριοθέτηση της ποινικής ευθύνης για παραλείψεις. Τέλος, αναδεικνύει σημαντικές μεθοδολογικές προβληματικές που συνέχονται αφενός με τον ορθό τρόπο καθορισμού του περιεχομένου των εκάστοτε ιδιαίτερων νομικών υποχρεώσεων και αφετέρου με τη λειτουργική διασύνδεση αυτών με άλλα δομικά στοιχεία της ποινικής ευθύνης, όπως, ενδεικτικά, την έννοια της ποινικά ενδιαφέρουσας παράλειψης, την αιτιώδη συνάφεια, την εξωτερική αμέλεια, τα κριτήρια διάκρισης της αυτουργικής από τη συμμετοχική ευθύνη, το δόλο και τα χωροχρονικά όρια ισχύος των ποινικών νόμων.