Η παρούσα μελέτη επιχειρεί να απαντήσει στο ερώτημα πότε οι αποφάσεις της ποινικής και πολιτικής δικαιοδοσίας αναπτύσσουν δεσμευτική ενέργεια στη διοικητική δίκη. Με κριτήριο το είδος της διαφοράς (διαφορές διεπόμενες από τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, το π.δ. 18/1989 ή το π.δ. 1225/1981), αλλά και τον τρόπο διασταύρωσης των εκάστοτε δικών (σχέση συνάφειας ή δεσμός προδικαστικότητας), καταγράφονται συστηματικά οι επιμέρους εκδηλώσεις του φαινομένου.
Στο πρώτο μέρος που είναι αφιερωμένο στις αποφάσεις της ποινικής δικαιοδοσίας, εξετάζονται, μεταξύ άλλων, οι πολύκροτες λαθρεμπορικές και φορολογικές παραβάσεις, τα πειθαρχικά παραπτώματα των δημοσίων υπαλλήλων, οι γενεσιουργές δημοσιονομικών ελλειμμάτων πράξεις, η απέλαση αλλοδαπού, καθώς και άλλες- λιγότερο γνωστές εκφάνσεις της θεματικής- όπως η αστική ευθύνη του Δημοσίου, η ανάκληση διοικητικών αδειών, η απώλεια του συνταξιοδοτικού δικαιώματος και η, επίκαιρη, αυτοδίκαιη θέση υπαλλήλου σε αργία. Αναλύονται όλα τα είδη των ποινικών αποφάσεων (καταδικαστικές, αθωωτικές, αποφάσεις που παύουν οριστικά την ποινική δίωξη ή κηρύσσουν αυτήν απαράδεκτη), ενώ έμφαση δίνεται στην πλούσια ελληνική νομολογία. Επίσης, το νομικό καθεστώς ερευνάται υπό το πρίσμα του, κατ’ άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ, τεκμηρίου αθωότητας και της αρχής nebisinidem (άρθρο 4 παρ. 1 7ου Π.Π.), προς τούτο δε αξιοποιούνται τα πορίσματα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Το δεύτερο μέρος για την πολιτική δικαιοδοσία αναδεικνύει ότι διαπλαστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων για το κύρος του γάμου, αναγνωριστικές ή καταψηφιστικές αποφάσεις που κρίνουν, είτε ως κύριο ζήτημα είτε παρεμπιπτόντως, τον χαρακτήρα ενός χώρου ως κοινόχρηστου, μιας σχέσης εργασίας ως εξαρτημένης ή μιας έκτασης ως δασικής, μπορεί να είναι κρίσιμες σε πολεοδομικές, κοινωνικοασφαλιστικές, συνταξιοδοτικές και άλλες διοικητικές διαφορές. Επίσης, στο μέρος αυτό, αναδύονται σημαντικά δογματικά ζητήματα σχετικά με το δεδικασμένο, τη διαπλαστική ενέργεια, αλλά και τη σχέση των διάφορων δικαιοδοτικών κλάδων.
Τέλος, η παρούσα μελέτη δεν εξαντλείται στη δικονομική μεταχείριση της εκάστοτε απόφασης, αλλά επιχειρείται ο εντοπισμός και η περιγραφή δεσμευτικών ενεργειών των δικαστικών αποφάσεων, ειδικότερα δε της διαπιστωτικής ενέργειας και της ενέργειας του πραγματικού.