Ο Φοίβος ήπιε μια γουλιά, άφησε το τσιγάρο να καίγεται στο σταχτοδοχείο, σηκώθηκε από τον μαύρο καναπέ, τράβηξε τις κουρτίνες, έβαλε στο πικάπ τα ταξίμια του Ιορδάνη Τσομίδη. Ετοίμασε το απογευματινό ούζο της Έλλης, έκοψε την ντομάτα τριαντάφυλλο, έβαλε τις ελιές στο μικρό πιάτο, μούσκεψε τον ντάκο, άπλωσε ρίγανη και χοντρό αλάτι. Έγειρε από πάνω της, χώρισε τα μαλλιά της, φανέρωσε τον αυχένα της, φίλησε απαλά το χνούδι της, την ένιωσε να αναρριγεί.
Η Έλλη γύρισε, του χαμογέλασε.
Ο κόσμος εξακολουθούσε να υπάρχει.
Σε μια Αθήνα που τρεκλίζει, σε έναν κόσμο που παραπαίει, μία γυναίκα και ένας άντρας αποφασίζουν να ζήσουν όπως αγαπάνε, με όσα αγαπάνε και για όσα αγαπάνε. Ζούνε σε μια κατοικία στον λόφο, ακούνε Μπετόβεν και Τσιτσάνη, δεν έχουν τηλέφωνο.
Αυτή γράφει ένα βιβλίο για το Κακό. Αυτός της γεμίζει το ποτήρι, της ετοιμάζει το κολατσιό, της ανάβει το τσιγάρο, της λούζει τα μαλλιά, την πνίγει στα φιλιά.
Μετά τον Διασυρμό, αυτό το εγκώμιο της φιλίας, ο Μπαμπασάκης, στο δεύτερο μέρος της Τριλογίας του Χάους, Αγάπη / Love, αποθεώνει την αγάπη.