14 λαοί, 14 συνταγές, 20 άνθρωποι, σε 1 χωριό.
Γλώσσες διαφορετικές, πολιτισμοί διαφορετικοί.
Ανάγκη κοινή για συνεύρεση, για επικοινωνία για φιλία.
Γύρω από ένα τραπέζι.
Γύρω-γύρω όλοι!
Η πολυπολιτισμική κουζίνα της Επανομής.
Όλοι γνωρίζουμε, όταν ταξιδεύουμε μια νόστιμη μπουκιά στο στόμα μας, ότι η γεύση της περιέχει γοητευτικές ιστορίες, μακρινά ταξίδια και πολέμους, κατακτήσεις και αποικίες, θρησκευτικές παραδόσεις, εμπορικούς δρόμους και εξωτικά υλικά, τολμηρούς πειραματιστές, κοινωνικές αξίες, έρωτες, δάνεια και υιοθεσίες. Μία νόστιμη μπουκιά ελληνικού φαγητού ακολουθεί την επέλαση του Μεγαλέξανδρου στην Ανατολή, μας συστήνει τη Ρώμη, το Βυζάντιο και τους πέντε αιώνες Οθωμανικής Κυριαρχίας. Μας αποκαλύπτει κλιματικά τερτίπια, μας περιγράφει εδαφικά ανάγλυφα, ψιθυρίζει κάτι στα Αυστριακά και μας εξιστορεί υπομονετικά την καθοριστική άφιξη των 1.500.000 προσφύγων της Μικρασιατικής καταστροφής που μπόλιασαν με την αστική πολίτικη κουζίνα, την κουζίνα της Ιωνίας, της Καππαδοκίας και του Πόντου αυτό που σήμερα ονομάζουμε παραδοσιακή ελληνική κουζίνα.
Τι περίεργο λοιπόν, όταν μιλάμε για «παραδοσιακή» ελληνική κουζίνα, να της δίνουμε ένα χαρακτήρα στάσιμο, παγιωμένο, ξεχνώντας ότι η παράδοση είναι συνήθειες και πρακτικές που κληρονομούνται και «παραδίνονται» μεν από γενιά σε γενιά, όμως εμπλουτίζονται και εξελίσσονται μέσα στο χρόνο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι χάνουν από την αξία τους. Η παράδοση, για να μην πεθάνει και γίνει απλά η απομίμηση του εαυτού της (όπως κάθε κληροδότημα που εξανεμίζεται εάν δεν μπορεί να συντηρηθεί) έχει ανάγκη από τη μετάγγιση σύγχρονων στοιχείων που θα την ενδυναμώσουν.
Γι αυτό και βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρουσα την πρωτοβουλία της πάντα δημιουργικής οικογένειας Γεροβασιλείου να δώσει φωνή στους ανθρώπους -οι περισσότεροι «θύματα» του έρωτα απ’ότι έμαθα- που επέλεξαν την Επανομή σαν δεύτερη πατρίδα τους, προσάρμοσαν και προσαρμόστηκαν.
Οι μετανάστες που ζουν στη χώρα μας, τρέφουν τη γευστική τους φαντασία με αναμνήσεις διαφορετικές από τις δικές μας, αναμνήσεις που συχνά έχουν τις ρίζες τους σε τόπους πολύ μακρινούς όπως το Περού, την Αυστραλία ή την Ινδία. Έτσι το ερώτημα είναι απλό. Πως βιώνεται στη καθημερινότητά τους, η επιθυμία για τις εθνικές τους γεύσεις αλλά και πως τελικά μέσω γαστριμαργικών δανείων, η ζωή τους εδώ, επηρεάζει και αναπτύσσει τη δική μας εθνική κουζίνα. Σε αυτή την ανταλλαγή μεταξύ των πολιτισμών των μεταναστών και της τοπικής διατροφικής κουλτούρας της χώρας υποδοχής, η κρίσιμη στιγμή έρχεται όταν ένα παρασκεύασμα, ένα προϊόν ή μία συνταγή, δεν θεωρούνται πλέον στοιχεία ξένα, αλλά εγγράφονται στις συνήθειές μας, χωρίς να γίνεται πλέον αναφορά στον τόπο καταγωγής του. Όταν δηλαδή αποκτούν τη δική τους οντότητα, στην καθημερινή διατροφή μας.
Έτσι σήμερα, στην Επανομή ή οπουδήποτε αλλού στην Ελλάδα και στο ελληνικό γαστρονομικό μας φαντασιακό, τα μπαρμπουνάκια με τη ντομάτα ή η μελιτζάνα ιμάμ, συνυπάρχουν με την πίτσα και τη ναπολιτέν όπως και το κανταΐφι ή το ραβανί με τα «ελληνοποιημένα» ντόνατς και τα εκλέρ που φτιάχνει και ο τελευταίος φούρνος στην επαρχεία. Η ιταλική παρμεζάνα έχει τρυπώσει για τα καλά στα ψυγεία μας, η σάλτσα σόγια διακοσμεί κάθε ράφι και το balsamico τείνει να αντικαταστήσει το ξυδάκι.
Η διατροφή, καθώς αποτελεί τη βάση της οργάνωσης των κοινωνιών και της συμβίωσης, ίσως και να είναι το ιδανικό κλειδί για την παρατήρηση και τη μελέτη της επιτυχημένης συμβίωσης των πολυπολιτισμικών κοινωνιών. Ίσως να είναι το κλειδί για να απαντήσουμε σε καίρια ερωτήματα όπως «πως μπορεί κανείς να διαχειριστεί την ζωή μακριά από τη πατρίδα», «πως μπορεί κανείς να ενταχθεί σε μια νέα κοινωνία», «πόσο αντέχει η μνήμη, πόσες γενιές χρειάζονται και ποιοι είναι οι δρόμοι για να κτίσεις μια κοινή κληρονομιά…».