Η πολυδιαφημισμένη λαγνεία για τη δεκαετία του 1980 επιβάλλει τη μέχρι προηγουμένως ξεπερασμένη ή καλύτερα ξεχασμένη λέξη βιντεοταινία. Με μια αχνή σύγχυση από τη νέα γενιά να περιπλέκει μορφές κι αισθητική, η «κασσέτα» εμφανίζεται ως ένα φτωχό, πλακατζίδικο και ίσως χοντροκομμένο κομμάτι του παρελθόντος, υπερήφανο να διεκδικεί μία θέση στην ελληνική δημοφιλή κουλτούρα του 21ου αιώνα. 29 χρόνια από την εμφάνισή της, η βιντεοταινία επαναφέρει τα ερωτήματα: ποιος, από πότε και γιατί; Με την αυξανόμενη ζήτηση του κοινού για ελληνική ταινία με εύληπτο νόημα, με το γοητευτικό περίβλημα της αφηγηματικής εκδοχής του Παλαιού Ελληνικού κινηματογράφου και με το επίχρισμα της χρυσής καινοτόμας εποχής, η βιντεοταινία εμφανίστηκε δειλά από το 1985. Εκείνη την εποχή, το ΠΑΣΟΚ όδευε στη δεύτερη τετραετία του, ενώ η κινηματογραφική έκπτωση και η ταλαιπωρημένη κομματικά συνδεδεμένη τηλεόραση παρείχε ένα περιορισμένο συμβολικό υλικό, τη στιγμή που η μικροαστική μερίδα αγωνιούσε για κοινωνική καταξίωση δια μέσου της υπερκατανάλωσης. Έως το 1990, οπότε και εξαφανίζεται οριστικά, η βιντεοταινία με τις συγκροτημένες ή πιο πρόχειρες εκδοχές της συνέχιζε να ενθουσιάζει το κοινό, παρέχοντάς του ό,τι δεν του προσφέρει η ψυχαγωγία της τηλεόρασης και του κινηματογράφου. Στο βιβλίο εξετάζεται η ιστορία της βιντεοταινίας στην Ελλάδα με ειδική επικέντρωση σε ειδολογικά, κοινωνιολογικά και πολιτισμικά ζητήματα. Περιγράφεται η κοινωνιολογία της βιντεοταινίας (παραγωγή-διανομή), ανιχνεύονται οι αιτίες δημοτικότητάς της και αναλύονται οι διακειμενικές σχέσεις της αναφορικά στον ελληνικό κινηματογράφο και την καθημερινότητα της δεκαετίας του 1980.